λιμνοδίαιτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source
(23)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br />[[λιμνόβιος]], [[λιμναίος]], αυτός που ζει [[μέσα]] ή [[κοντά]] σε [[λίμνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίαιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίαιτα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λιτο</i>-<i>δίαιτος</i>, <i>υδρο</i>-<i>δίαιτος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον Χρ. Τσούντα].
|mltxt=-η, -ο<br />[[λιμνόβιος]], [[λιμναίος]], αυτός που ζει [[μέσα]] ή [[κοντά]] σε [[λίμνη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λίμνη]] <span style="color: red;">+</span> -<i>δίαιτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[δίαιτα]]), [[πρβλ]]. <i>λιτο</i>-<i>δίαιτος</i>, <i>υδρο</i>-<i>δίαιτος</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον Χρ. Τσούντα].
}}
}}

Revision as of 14:30, 23 August 2021

Greek Monolingual

-η, -ο
λιμνόβιος, λιμναίος, αυτός που ζει μέσα ή κοντά σε λίμνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λίμνη + -δίαιτος (< δίαιτα), πρβλ. λιτο-δίαιτος, υδρο-δίαιτος. Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στον Χρ. Τσούντα].