λωβήτωρ: Difference between revisions
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
m (Text replacement - " v.l. " to " v.l. ") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λωβήτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />[[λωβητήρ]], [[βλαβερός]], [[καταστρεπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωβώμαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ( | |mltxt=[[λωβήτωρ]], -ορος, ὁ (Α)<br />[[λωβητήρ]], [[βλαβερός]], [[καταστρεπτικός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λωβώμαι]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>τωρ</i> ([[πρβλ]]. <i>ηγή</i>-<i>τωρ</i>, <i>νική</i>-<i>τωρ</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 14:38, 23 August 2021
English (LSJ)
ορος, ὁ, A = λωβητήρ, Opp.H.4.684, AP6.168 (Paul. Sil.), etc.: as fem., λωβήτορα κῆρα v.l. for λωβήμονα in Nic.Al.536.
Greek (Liddell-Scott)
λωβήτωρ: -ορος, ὁ, = λωβητήρ, Ὀππ. Ἁλ. 4. 684, Ἀνθ. Π. 6. 168, κτλ.· μετ’ οὐδ., λωβήτορα κῆρα Νικ. Ἀλ. 536.
Greek Monolingual
λωβήτωρ, -ορος, ὁ (Α)
λωβητήρ, βλαβερός, καταστρεπτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λωβώμαι + επίθημα -τωρ (πρβλ. ηγή-τωρ, νική-τωρ)].
Greek Monotonic
λωβήτωρ: -ορος, ὁ, = λωβητήρ, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λωβήτωρ: ορος ὁ Anth. = λωβητήρ.