Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μεγαλορρήμων: Difference between revisions

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον (Α [[μεγαλορρήμων]], -ον)<br />[[αλαζόνας]], [[κομπαστής]], [[καυχησιολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με καλή [[σημασία]]) [[στομφώδης]], [[πομπώδης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαλορρημόνως</i> (Α)<br />με κομπασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥῆμα]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κομπο</i>-<i>ρρήμων</i>].
|mltxt=-ον (Α [[μεγαλορρήμων]], -ον)<br />[[αλαζόνας]], [[κομπαστής]], [[καυχησιολόγος]]<br /><b>αρχ.</b><br />(με καλή [[σημασία]]) [[στομφώδης]], [[πομπώδης]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>μεγαλορρημόνως</i> (Α)<br />με κομπασμό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μεγαλ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ῥῆμα]]), [[πρβλ]]. <i>κομπο</i>-<i>ρρήμων</i>].
}}
}}

Revision as of 14:50, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεγᾰλορρήμων Medium diacritics: μεγαλορρήμων Low diacritics: μεγαλορρήμων Capitals: ΜΕΓΑΛΟΡΡΗΜΩΝ
Transliteration A: megalorrḗmōn Transliteration B: megalorrēmōn Transliteration C: megalorrimon Beta Code: megalorrh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, A talking big, LXX Ps.11(12).4, Men.Prot.p.11 D.; in good sense, magniloquent, Philostr.VA6.11. Adv. -όνως Poll.9.147.

Greek (Liddell-Scott)

μεγᾰλορρήμων: -ον, ὁ λέγων μεγάλους λόγους, ἀλαζών, ὑπερήφανος, Ἑβδ. (Ψαλμ. ΙΑ΄, 3). ― Ἐπίρρ. -όνως, Πολυδ. Θ΄, 147· ― μεγᾰλορρημονέω, εἶμαι μεγαλορρήμων, καυχηματίας, Στράβ. 601· ― μεγαλορρημονία, ἡ, καύχησις, κομπορρημοσύνη, Σχόλ. εἰς Σοφ. Ἀντ. 1350· καὶ μεγᾰλορρημοσύνη, ἡ, Πολύβ. 39. 3, 1, Ἑβδ. (Α΄ Βασιλ. Β΄, 3).

Greek Monolingual

-ον (Α μεγαλορρήμων, -ον)
αλαζόνας, κομπαστής, καυχησιολόγος
αρχ.
(με καλή σημασία) στομφώδης, πομπώδης.
επίρρ...
μεγαλορρημόνως (Α)
με κομπασμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο)- + -ρρήμων (< ῥῆμα), πρβλ. κομπο-ρρήμων].