μινυνθάδιος: Difference between revisions

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μινυνθάδιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ολιγοχρόνιος]], [[βραχύβιος]] («[[μινυνθάδιος]] γὰρ ἔμελλεν ἔσεσθ'», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μικρός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[μινυνθαδία]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[σελήνη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μινυνθ</i>- του επιρρ. [[μίνυνθα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδιος</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κρυφ</i>-<i>άδιος</i>)].
|mltxt=[[μινυνθάδιος]], -ία, -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[ολιγοχρόνιος]], [[βραχύβιος]] («[[μινυνθάδιος]] γὰρ ἔμελλεν ἔσεσθ'», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[μικρός]]<br /><b>3.</b> <b>το θηλ. ως ουσ.</b> ἡ [[μινυνθαδία]]<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «ἡ [[σελήνη]]».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>μινυνθ</i>- του επιρρ. [[μίνυνθα]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>άδιος</i> ([[πρβλ]]. <i>κρυφ</i>-<i>άδιος</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μινυνθάδιος Medium diacritics: μινυνθάδιος Low diacritics: μινυνθάδιος Capitals: ΜΙΝΥΝΘΑΔΙΟΣ
Transliteration A: minynthádios Transliteration B: minynthadios Transliteration C: minynthadios Beta Code: minunqa/dios

English (LSJ)

[ᾰ], α, ον, A short-lived, μ. γὰρ ἔμελλεν ἔσσεσθαι Il.15.612, cf. Od.19.328; μ. νοῦσος, ὕπνος, A.R.2.856, 3.690; μαζοί Tryph.603: Comp. -ώτερος, ἄλγος Il.22.54. II later, small, μ. γαίης Emp.85; μινυνθαδία· ἡ σελήνη, Hsch.

German (Pape)

[Seite 188] kurz dauernd, kurze Zeit lebend; ἄνθρωποι δὲ μινυνθάδιοι τελέθουσιν, Od. 19, 328; μινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσσεσθαι, Il. 15, 612, vgl. 21, 84; auch μινυνθάδιος δέ οἱ αἰὼν ἔπλετο, 4, 478; μινυνθαδιώτερον ἄλγος, 22, 54; sp. D., wie Ap. Rh. 2, 856.

Greek (Liddell-Scott)

μινυνθάδιος: -α, -ον, βραχυχρόνιος, βραχύβιος, μινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσσεσθαι Ἰλ. Ο. 612, πρβλ. Ὀδ. Τ. 328. - Συγκρ. -ιώτερος, Ἰλ. Χ. 54.

French (Bailly abrégé)

α, ον :
qui dure peu, qui vit peu;
Cp. μινυνθαδιώτερος.
Étymologie: μίνυνθα.

English (Autenrieth)

comp. -διώτερος: lasting but a little while, brief, Il. 22.54, Il. 15.612.

Greek Monolingual

μινυνθάδιος, -ία, -ον (Α)
1. ολιγοχρόνιος, βραχύβιοςμινυνθάδιος γὰρ ἔμελλεν ἔσεσθ'», Ομ. Ιλ.)
2. μικρός
3. το θηλ. ως ουσ.μινυνθαδία
(κατά τον Ησύχ.) «ἡ σελήνη».
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. μινυνθ- του επιρρ. μίνυνθα + κατάλ. -άδιος (πρβλ. κρυφ-άδιος)].

Greek Monotonic

μῐνυνθάδιος: -α, -ον, βραχύβιος, σε Όμηρ.· συγκρ. μινυνθαδιώτερος, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

μῐνυνθάδιος: (ᾰ)
1) недолгий, непродолжительный (αἰών, ἄλγος Hom.);
2) недолговечный (ἄνθρωποι μινυνθάδιοι τελέθουσιν Hom.): μ. ἔμελλεν ἔσσεσθαι Hom. недолго предстояло жить (Гектору).

Middle Liddell

μῐνυνθάδιος, η, ον
shortlived, Hom.:—comp. μινυνθαδιώτερος Il.