μορέα: Difference between revisions

From LSJ

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=η (ΑΜ [[μορέα]], Α επικ. τ. μορέη, Μ και μουρέα)<br />το [[δέντρο]] [[μουριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόρον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>έα</i>, που [[είναι]] εύχρηστο σε ονομασίες δέντρων και [[φυτών]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>μηλ</i>-<i>έα</i>: [[μήλον]], <i>συκ</i>-<i>έα</i>: [[σῦκον]])].
|mltxt=η (ΑΜ [[μορέα]], Α επικ. τ. μορέη, Μ και μουρέα)<br />το [[δέντρο]] [[μουριά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μόρον]] <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>έα</i>, που [[είναι]] εύχρηστο σε ονομασίες δέντρων και [[φυτών]] ([[πρβλ]]. <i>μηλ</i>-<i>έα</i>: [[μήλον]], <i>συκ</i>-<i>έα</i>: [[σῦκον]])].
}}
}}

Revision as of 15:25, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορέα Medium diacritics: μορέα Low diacritics: μορέα Capitals: ΜΟΡΕΑ
Transliteration A: moréa Transliteration B: morea Transliteration C: morea Beta Code: more/a

English (LSJ)

Ep. μορ-έη, ἡ, (μόρον) A mulberry-tree, Morus nigra, Nic.Al.69, Fr.75, Gal.11.631.

German (Pape)

[Seite 207] ἡ, der Maulbeerbaum, Nic. Al. 69, Ath. II, 51, Diosc.

Greek (Liddell-Scott)

μορέα: ἡ, (μόρον) ὡς καὶ νῦν ἡ συκαμινέα, κοινῶς «μουρ~ιά», Νικ. Ἀλεξιφ. 69, πρβλ. Ἀθήν. 51Ε. - Ἴδε Κόντου Φιλολ. Σύμμ. ἐν Ἀθηνᾶς τ. 3, σ. 563.

Spanish

moral

Greek Monolingual

η (ΑΜ μορέα, Α επικ. τ. μορέη, Μ και μουρέα)
το δέντρο μουριά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μόρον + επίθημα -έα, που είναι εύχρηστο σε ονομασίες δέντρων και φυτών (πρβλ. μηλ-έα: μήλον, συκ-έα: σῦκον)].