μονόχρους: Difference between revisions

From LSJ

οὕτως ἐξ ἐχθρῶν αὐτοκτόνα πέμπετο δῶρα, ἐν χάριτος προφάσει μοῖραν ἔχοντα μόρου → thus mutual gifts that bring death were bestowed by enemies, gifts that brought the lot of death in the name of a favor

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μονόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[χρώμα]], ο [[μονόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[χρόος]] <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερυθρό</i>-<i>χρους</i>, <i>πολύ</i>-<i>χρους</i>].
|mltxt=[[μονόχρους]], -ουν και -οος, -οον (Α)<br />αυτός που έχει ένα μόνο [[χρώμα]], ο [[μονόχρωμος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χρους</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[χρόος]] <span style="color: red;"><</span> [[χρώς]], <i>χρωτός</i> «[[χρώμα]]»), [[πρβλ]]. <i>ερυθρό</i>-<i>χρους</i>, <i>πολύ</i>-<i>χρους</i>].
}}
}}

Revision as of 15:30, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονόχρους Medium diacritics: μονόχρους Low diacritics: μονόχρους Capitals: ΜΟΝΟΧΡΟΥΣ
Transliteration A: monóchrous Transliteration B: monochrous Transliteration C: monochrous Beta Code: mono/xrous

English (LSJ)

-ουν, contr. for μονόχροος.

Greek Monolingual

μονόχρους, -ουν και -οος, -οον (Α)
αυτός που έχει ένα μόνο χρώμα, ο μονόχρωμος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χρους (< -χρόος < χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. ερυθρό-χρους, πολύ-χρους].