χρύσασπις: Difference between revisions

From LSJ

καὶ οὐκ ἐκδικᾶταί σου ἡ χείρ, καὶ οὐ μηνιεῖς τοῖς υἱοῖς τοῦ λαοῦ σου καὶ ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν· ἐγώ εἰμι κύριος. Τὸν νόμον μου φυλάξεσθε → Let your hand not seek vengeance; do not show wrath toward the children of your people; love your neighbor as yourself. I am the Lord! Keep my Torah! (Leviticus 19:18f. LXX)

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 23: Line 23:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-άσπιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />(<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ χρυσάσπιδες</i><br />[[σώμα]] ασπιδοφόρων του μακεδονικού στρατού<br /><b>αρχ.</b><br />οπλισμένος με [[χρυσή]] [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ασπίς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀσπίς]], -[[ίδος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>χάλκ</i>-<i>ασπις</i>].
|mltxt=-άσπιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ<br />(<b>το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.</b>) <i>οἱ χρυσάσπιδες</i><br />[[σώμα]] ασπιδοφόρων του μακεδονικού στρατού<br /><b>αρχ.</b><br />οπλισμένος με [[χρυσή]] [[ασπίδα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>χρυσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ασπίς]] (<span style="color: red;"><</span> [[ἀσπίς]], -[[ίδος]]), [[πρβλ]]. <i>χάλκ</i>-<i>ασπις</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 15:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χρῡσασπις Medium diacritics: χρύσασπις Low diacritics: χρύσασπις Capitals: ΧΡΥΣΑΣΠΙΣ
Transliteration A: chrýsaspis Transliteration B: chrysaspis Transliteration C: chrysaspis Beta Code: xru/saspis

English (LSJ)

ῐδος, ὁ, ἡ, A with shield of gold, Ἄρης B.19.11; Θήβα Pi.I.1.1; Παλλάς E.Ph.1372; οἱ χ., a corps in the Macedonian army, Poll.1.175.

German (Pape)

[Seite 1379] ιδος, mit goldenem Schilde; Pind. Θήβη I. 1, 1, Παλλάς Eur. Phoen. 1381, Ῥώμη Byzan. anath. 4 (IX, 697).

Greek (Liddell-Scott)

χρύσασπις: [ῡ], ιδος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων χρυσῆν ἀσπίδα, Θήβη Πινδ. Ι. 1. 1· Παλλὰς Εὐρ. Φοίν. 1372· οἱ χρυσάσπιδες, σῶμά τι τοῦ Μακεδονικοῦ στρατοῦ, Πολυδ. Α, 175.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ὁ, ἡ)
au bouclier d’or.
Étymologie: χρυσός, ἀσπίς.

English (Slater)

χρῡσασπις
   1 with golden shield χρύσασπι Θήβα (I. 1.1)

Greek Monolingual

-άσπιδος, ὁ, ἡ, ΜΑ
(το αρσ. στον πληθ. ως ουσ.) οἱ χρυσάσπιδες
σώμα ασπιδοφόρων του μακεδονικού στρατού
αρχ.
οπλισμένος με χρυσή ασπίδα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)- + -ασπίς (< ἀσπίς, -ίδος), πρβλ. χάλκ-ασπις].

Greek Monotonic

χρύσασπις: [ῡ], -ιδος, ὁ, ἡ, αυτός που έχει χρυσή ασπίδα, σε Πίνδ., Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

χρύσασπις: ῐδος (ῡ) adj. с золотым щитом или оружием (Θήβη Pind.; Παλλάς Eur.; Ῥώμη Anth.).

Middle Liddell

χρύ¯σ-ασπις, ιδος, ὁ, ἡ,
with shield of gold, Pind., Eur.

English (Woodhouse)

with golden shield

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)