ωλεσίοικος: Difference between revisions
From LSJ
Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil
(47c) |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ὀλεσίοικος]], -ον, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που καταστρέφει το [[σπίτι]] του, την οικογένειά του<br /><b>2.</b> αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την [[περιουσία]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλεσι</i>- του [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]» ( | |mltxt=και [[ὀλεσίοικος]], -ον, ΜΑ<br />(<b>ποιητ. τ.</b>)<br /><b>1.</b> αυτός που καταστρέφει το [[σπίτι]] του, την οικογένειά του<br /><b>2.</b> αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την [[περιουσία]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] (<b>βλ. λ.</b> [[τέρπω]]) <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ὀλεσι</i>- του [[ὄλλυμι]] «[[καταστρέφω]]» ([[πρβλ]]. <i>ἀπόλεσις</i>, <i>ὤλεσα</i>) <span style="color: red;">+</span> [[οἶκος]] ([[πρβλ]]. <i>σωσί</i>-<i>οικος</i>). Ο [[μακρός]] [[φωνηεντισμός]] <i>ω</i>- του τ. <i>ὠλεσί</i>-<i>οικος</i> οφείλεται πιθ. σε [[διευθέτηση]] μετρικών αναγκών]. | ||
}} | }} |
Revision as of 15:45, 23 August 2021
Greek Monolingual
και ὀλεσίοικος, -ον, ΜΑ
(ποιητ. τ.)
1. αυτός που καταστρέφει το σπίτι του, την οικογένειά του
2. αυτός που διασπαθίζει, που κατασπαταλά την περιουσία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος (βλ. λ. τέρπω) < θ. ὀλεσι- του ὄλλυμι «καταστρέφω» (πρβλ. ἀπόλεσις, ὤλεσα) + οἶκος (πρβλ. σωσί-οικος). Ο μακρός φωνηεντισμός ω- του τ. ὠλεσί-οικος οφείλεται πιθ. σε διευθέτηση μετρικών αναγκών].