ωμόφρων: Difference between revisions

From LSJ

Ἴσον ἐστὶν ὀργῇ καὶ θάλασσα καὶ γυνή → Mulier et mare sunt isdem plane moribus → In ihrem Naturell sind Frau und Meerflut gleich

Menander, Monostichoi, 264
(47c)
 
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωμό [[φρόνημα]], σκληρή [[ψυχή]], [[άσπλαχνος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που διακρίνεται για τη [[μεγάλη]] του [[αντοχή]], [[ανθεκτικός]] («[[ὠμόφρων]] [[σίδαρος]]», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὠμοφρόνως</i> Α<br />με [[ωμότητα]] φρονήματος, με [[σκληρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), <b>[[πρβλ]].</b> [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>].
|mltxt=-ονος, ὁ, ἡ, Α<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ωμό [[φρόνημα]], σκληρή [[ψυχή]], [[άσπλαχνος]]<br /><b>2.</b> <b>μτφ.</b> (<b>για πράγμ.</b>) αυτός που διακρίνεται για τη [[μεγάλη]] του [[αντοχή]], [[ανθεκτικός]] («[[ὠμόφρων]] [[σίδαρος]]», <b>Αισχύλ.</b>). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ὠμοφρόνως</i> Α<br />με [[ωμότητα]] φρονήματος, με [[σκληρότητα]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ὠμός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>φρων</i> (<span style="color: red;"><</span> [[φρήν]], <i>φρενός</i>), [[πρβλ]]. [[μεγαλό]]-<i>φρων</i>].
}}
}}

Latest revision as of 15:45, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ονος, ὁ, ἡ, Α
1. αυτός που έχει ωμό φρόνημα, σκληρή ψυχή, άσπλαχνος
2. μτφ. (για πράγμ.) αυτός που διακρίνεται για τη μεγάλη του αντοχή, ανθεκτικόςὠμόφρων σίδαρος», Αισχύλ.).
επίρρ...
ὠμοφρόνως Α
με ωμότητα φρονήματος, με σκληρότητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + -φρων (< φρήν, φρενός), πρβλ. μεγαλό-φρων].