ψεύδορκος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο / [[ψεύδορκος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ορκίζεται εν γνώσει του ψέματα, που δίνει ψεύτικη ένορκη [[διαβεβαίωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὅρκος]] ( | |mltxt=-η, -ο / [[ψεύδορκος]], -ον, ΝΜΑ<br />αυτός που ορκίζεται εν γνώσει του ψέματα, που δίνει ψεύτικη ένορκη [[διαβεβαίωση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ψευδ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[ὅρκος]] ([[πρβλ]]. <i>ἐπί</i>-<i>ορκος</i>)]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 15:55, 23 August 2021
English (LSJ)
ον, = ψευδόρκιος (perjured, forsworn), E. Med. 1392 (anap.), Ps.-Phoc. 17 ; Sup., Ph. 1.412.
German (Pape)
[Seite 1395] falsch schwörend, meineidig, Eur. Med. 1392.
Greek (Liddell-Scott)
ψεύδορκος: -ον, = τῷ προηγ., Εὐρ. Μήδ. 1392, Ψευδοφωκυλ. 15.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui fait un faux serment, qui se parjure.
Étymologie: ψευδής, ὅρκος.
Greek Monolingual
-η, -ο / ψεύδορκος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που ορκίζεται εν γνώσει του ψέματα, που δίνει ψεύτικη ένορκη διαβεβαίωση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + ὅρκος (πρβλ. ἐπί-ορκος)].
Greek Monotonic
ψεύδορκος: -ον, = το προηγ., σε Ευρ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
ψεύδορκος -ον [ψευδής, ὅρκος] meinedig.
Russian (Dvoretsky)
ψεύδορκος: ὁ клятвопреступник Eur.
Middle Liddell
ψεύδ-ορκος, ον, = ψευδόρκιος, Eur.]