ἀργεμώνη: Difference between revisions
m (Text replacement - "<br /><br />" to "<br />") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (Α [[ἀργεμώνη]])<br />αγριοπαπαρούνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[αργεμώνη]] χρησιμοποιήθηκε [[κατά]] τον Διοσκουρίδη ως [[φάρμακο]] [[κατά]] της αρρώστιας [[άργεμος]], [[αλλά]] δεν [[είναι]] βέβαιο αν πήρε από αυτό την [[ονομασία]] του. Δεν αποκλείεται [[ακόμη]] να προέρχεται από δάνεια ([[ξένη]]) [[λέξη]], παρετυμολογικά μεταπλασμένη. Η [[ερμηνεία]] της λ. από το εβρ. '<i>arg</i><i>ā</i><i>m</i><i>ā</i><i>n</i> «κόκκινη [[βαφή]]» [[είναι]] σημασιολογικά ελάχιστα ικανοποιητική. Τέλος, η λ. [[αργεμώνη]] ανήκει σε [[ομάδα]] λέξεων που σχηματίζονται με το [[επίθημα]] -<i>ώνη</i> και δηλώνουν ονόματα [[φυτών]] ( | |mltxt=η (Α [[ἀργεμώνη]])<br />αγριοπαπαρούνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η [[αργεμώνη]] χρησιμοποιήθηκε [[κατά]] τον Διοσκουρίδη ως [[φάρμακο]] [[κατά]] της αρρώστιας [[άργεμος]], [[αλλά]] δεν [[είναι]] βέβαιο αν πήρε από αυτό την [[ονομασία]] του. Δεν αποκλείεται [[ακόμη]] να προέρχεται από δάνεια ([[ξένη]]) [[λέξη]], παρετυμολογικά μεταπλασμένη. Η [[ερμηνεία]] της λ. από το εβρ. '<i>arg</i><i>ā</i><i>m</i><i>ā</i><i>n</i> «κόκκινη [[βαφή]]» [[είναι]] σημασιολογικά ελάχιστα ικανοποιητική. Τέλος, η λ. [[αργεμώνη]] ανήκει σε [[ομάδα]] λέξεων που σχηματίζονται με το [[επίθημα]] -<i>ώνη</i> και δηλώνουν ονόματα [[φυτών]] ([[πρβλ]]. [[ανεμώνη]], [[ιασιώνη]] <b>κ.ά.</b>). Η [[προέλευση]] των λέξεων αυτών παραμένει αβέβαιη]. | ||
}} | }} | ||
==Wikipedia EN== | ==Wikipedia EN== |
Revision as of 15:55, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ,
A Papaver argemone, wind-rose, Crateuas Fr.9, Dsc.2.177, Orib.14.60.2, Gal.11.835.
2 ἀργεμώνη ἑτέρα = ἄργεμον II (Lappa canaria, Geum urbanum, avens), Ps.-Dsc. 2.178; written argemonia by Plin.HN25.102.
Greek (Liddell-Scott)
ἀργεμώνη: ἡ, «ὅλον μέν ἐστιν ὅμοιον ἀγρίᾳ μήκωνι˙ τὸ δὲ φύλλον ἔχει ἀνεμώνῃ ὅμοιον, ἐσχισμένον, ἄνθος φοινικοῦν, κεφαλὴν δὲ ἐοικυῖαν μήκωνι ῥοιάδι, ἐπιμηκεστέραν δὲ καὶ πλατεῖαν κατὰ τὰ ἄνωθεν μέρη, ῥίζαν στρογγύλην» Διοσκ. 2. 208, ἀγριοπαπαροῦνα ἐν Ζακύνθῳ, Sibth.
Spanish (DGE)
-ης, ἡ
• Alolema(s): lat. argimonia Ps.Apul.Herb.31.27
bot.
1 amapola macho, Papaver argemone L., Crateuas Fr.9, Dsc.2.176, 177, Orib.14.60.2, Gal.11.835, Plin.HN 25.102.
2 ἀ. ἑτέρα prob. cariofilada, Geum urbanum L. o Caucalis grandiflora L., Ps.Dsc.2.177, Ps.Apul.l.c., Hsch.
Greek Monolingual
η (Α ἀργεμώνη)
αγριοπαπαρούνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αργεμώνη χρησιμοποιήθηκε κατά τον Διοσκουρίδη ως φάρμακο κατά της αρρώστιας άργεμος, αλλά δεν είναι βέβαιο αν πήρε από αυτό την ονομασία του. Δεν αποκλείεται ακόμη να προέρχεται από δάνεια (ξένη) λέξη, παρετυμολογικά μεταπλασμένη. Η ερμηνεία της λ. από το εβρ. 'argāmān «κόκκινη βαφή» είναι σημασιολογικά ελάχιστα ικανοποιητική. Τέλος, η λ. αργεμώνη ανήκει σε ομάδα λέξεων που σχηματίζονται με το επίθημα -ώνη και δηλώνουν ονόματα φυτών (πρβλ. ανεμώνη, ιασιώνη κ.ά.). Η προέλευση των λέξεων αυτών παραμένει αβέβαιη].
Wikipedia EN
Papaver argemone is a species of flowering plant in the poppy family Papaveraceae. Its common names include long pricklyhead poppy, prickly poppy and pale poppy. Its native range includes parts of Eurasia and North Africa, but it can be found growing wild in parts of North America, where it is an introduced species. It is cultivated as an ornamental plant.
Geum urbanum, also known as wood avens, herb Bennet, colewort and St. Benedict's herb (Latin herba benedicta), is a perennial plant in the rose family (Rosaceae), which grows in shady places (such as woodland edges and near hedgerows) in Europe and the Middle East. It is introduced in North America, where it forms natural hybrids with Geum canadense (= Geum ×catlingii J.-P. Bernard & R. Gauthier).
Translations
Papaver argemone
ar: خشخاش أرجموني; be: мак аргемона; ca: rosella de flor petita; cs: mák polní; cy: pabi penwrychog; de: Sand-mohn; dsb: pěskowy mak; fa: خشخاش بیابانی; fi: hietaunikko; hsb: mały mak; inh: алинг аргемона; kk: апиын көкнәрі; lt: smiltyninė aguona; nl: ruige klaproos; pl: mak piaskowy; qu: k'ita p'akincha; ru: мак аргемона; sv: spikvallmo; uk мак пісковий
Geum urbanum
ab: абыҭә; ar: حشيشة المبارك المدينية; ast: alquemila, alquimila, benedicta, cariofilada, cariofilada oficinal, cariofilata, clavelada, gariofilada, yerba del clavu, yerba de San Benitu, yerba santo, islera, raigañu benditu, raigañu benedicta, sanamunda, sanamunda montés, yerba de San Benitu; azb: شهر چینقیل اوْتو; az: şəhər çınqılotu; ba: ҡыҫыр сәскә; ca: herba de sant benet; csb: zwëczajny scyżnik; cs: kuklík městský; cy: mapgoll; da: febernellikerod; de: Echte nelkenwurz; et: maamõõl; fa: علف مبارک; fi: kyläkellukka; fr: benoîte commune; ga: macall coille; hsb: prawy kuklik; kk: қала шыршайы; lt: geltonoji žiognagė; lv: pilsētas bitene; nl: geel nagelkruid; nn: kratthumleblom; no: kratthumleblom; pcd: iérpe sinte-bénòte; pl: kuklik pospolity; ro: cerențel; ru: гравилат городской; sh: zečija stopa; sl: navadna sretena; sr: зечја стопа; sv: nejlikrot; uk: гравілат міський