ἐπήλυτος: Difference between revisions

From LSJ

γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετροςregion more fitting to beasts than men

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπήλυτος]], -ον (Α)<br />[[ἔπηλυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλυς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ελυθ</i>- συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ελευθ</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> <i>ελεύσομαι</i>, μέλλ. του ρ. [[ελεύθω]] «[[έρχομαι]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>τος</i>. Το -<i>η</i>- του -<i>ηλυς</i> [[είναι]] προιόν «εκτάσεως εν συνθέσει»].
|mltxt=[[ἐπήλυτος]], -ον (Α)<br />[[ἔπηλυς]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>ηλυς</i> (<span style="color: red;"><</span> θ. <i>ελυθ</i>- συνεσταλμένη [[βαθμίδα]] της ρίζας <i>ελευθ</i>-, [[πρβλ]]. <i>ελεύσομαι</i>, μέλλ. του ρ. [[ελεύθω]] «[[έρχομαι]]») <span style="color: red;">+</span> -<i>τος</i>. Το -<i>η</i>- του -<i>ηλυς</i> [[είναι]] προιόν «εκτάσεως εν συνθέσει»].
}}
}}
{{elru
{{elru
|elrutext='''ἐπήλῠτος:''' Xen. = [[ἔπηλυς]] I, 2.
|elrutext='''ἐπήλῠτος:''' Xen. = [[ἔπηλυς]] I, 2.
}}
}}

Revision as of 15:55, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπήλυτος Medium diacritics: ἐπήλυτος Low diacritics: επήλυτος Capitals: ΕΠΗΛΥΤΟΣ
Transliteration A: epḗlytos Transliteration B: epēlytos Transliteration C: epilytos Beta Code: e)ph/lutos

English (LSJ)

ον, = ἐπηλύτης.

German (Pape)

[Seite 920] angekommen; Xen. Oec. 11, 4; D. Hal. 3, 72 u. a. Sp.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
survenu, qui survient.
Étymologie: cf. ἔπηλυς.

Greek Monolingual

ἐπήλυτος, -ον (Α)
ἔπηλυς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -ηλυς (< θ. ελυθ- συνεσταλμένη βαθμίδα της ρίζας ελευθ-, πρβλ. ελεύσομαι, μέλλ. του ρ. ελεύθω «έρχομαι») + -τος. Το -η- του -ηλυς είναι προιόν «εκτάσεως εν συνθέσει»].

Russian (Dvoretsky)

ἐπήλῠτος: Xen. = ἔπηλυς I, 2.