ἡδυσματοθήκη: Difference between revisions
From LSJ
οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τὸ εὖ, ἀλλ' ἐν τῷ εὖ τὸ πολύ → good is not found in plenty but plenty in good, quality matters more than quantity
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡδυσματοθήκη]], ἡ (Α)<br />[[θήκη]] για ήδύσματα, αρωματοθήκη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηδυσματ</i>- του [[ήδυσμα]] ( | |mltxt=[[ἡδυσματοθήκη]], ἡ (Α)<br />[[θήκη]] για ήδύσματα, αρωματοθήκη.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>ηδυσματ</i>- του [[ήδυσμα]] ([[πρβλ]]. γεν. <i>ηδύσματ</i>-<i>ος</i>) <span style="color: red;">+</span> συνδετικό [[φωνήεν]] -<i>ο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[θήκη]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:05, 23 August 2021
English (LSJ)
ἡ, A spice-box, Poll.10.93.
German (Pape)
[Seite 1154] ἡ, Gewürzkästchen, Poll. 10, 93.
Greek (Liddell-Scott)
ἡδυσματοθήκη: ἡ, θήκη, μυροθήκη, ἀρωματοθήκη, Πολυδ. Ι΄, 93.
Greek Monolingual
ἡδυσματοθήκη, ἡ (Α)
θήκη για ήδύσματα, αρωματοθήκη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. ηδυσματ- του ήδυσμα (πρβλ. γεν. ηδύσματ-ος) + συνδετικό φωνήεν -ο- + θήκη.