ἡμιέτης: Difference between revisions
From LSJ
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφὴς οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς → Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
|||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἡμιέτης]], -ες (Α)<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] μισού έτους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έτος]]), | |mltxt=[[ἡμιέτης]], -ες (Α)<br />αυτός που έχει [[ηλικία]] μισού έτους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>ετης</i> (<span style="color: red;"><</span> [[έτος]]), [[πρβλ]]. <i>δι</i>-[[έτης]], <i>χιλι</i>-[[έτης]]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 16:09, 23 August 2021
English (LSJ)
ες, (ἔτος) A of half a year, ἡμιέτες, καὶ ἡ. χρόνος Poll.1.54.
German (Pape)
[Seite 1168] χρόνος, = ἡμίετες, τό, Halbjahr, Poll. 1, 54.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμιέτης: -ες, (ἔτος) ἔχων ἡλικίαν ἡμίσεος ἔτους, ἡμίετες, καὶ ἡμ. χρόνος Πολυδ. Α΄, 54.
Greek Monolingual
ἡμιέτης, -ες (Α)
αυτός που έχει ηλικία μισού έτους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -ετης (< έτος), πρβλ. δι-έτης, χιλι-έτης].