ἰσομεγέθης: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur

Menander, Monostichoi, 97
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=μέγεθες (Α [[ἰσομεγέθης]], -μέγεθες)<br />αυτός που έχει ίσο [[μέγεθος]] με κάποιον [[άλλο]], όμοιος στο [[μέγεθος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσομεγέθως</i> (Α)<br />με ισομεγέθη τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μεγέθης]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>απειρο</i>-[[μεγέθης]], <i>μικρο</i>-[[μεγέθης]]].
|mltxt=μέγεθες (Α [[ἰσομεγέθης]], -μέγεθες)<br />αυτός που έχει ίσο [[μέγεθος]] με κάποιον [[άλλο]], όμοιος στο [[μέγεθος]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἰσομεγέθως</i> (Α)<br />με ισομεγέθη τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰσ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[μεγέθης]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέγεθος]]), [[πρβλ]]. <i>απειρο</i>-[[μεγέθης]], <i>μικρο</i>-[[μεγέθης]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:10, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰσομεγέθης Medium diacritics: ἰσομεγέθης Low diacritics: ισομεγέθης Capitals: ΙΣΟΜΕΓΕΘΗΣ
Transliteration A: isomegéthēs Transliteration B: isomegethēs Transliteration C: isomegethis Beta Code: i)somege/qhs

English (LSJ)

ες, A equal in size, X.Cyn.5.29, Plb.10.44.2, Phld.Mort.3, Herod.Med. ap. Orib.10.8.2: c. dat., κύστις ἰ. ληκύθῳ Aen.Tact.31.10; ἰ. γῇ Jul.Gal. 135c. Adv. -θως Aristid.Quint.3.6.

German (Pape)

[Seite 1265] ες, gleich groß; Xen. Cyn. 5, 29; Pol. 10, 44, 2. – Adv., Arist. Quint.

Greek (Liddell-Scott)

ἰσομεγέθης: -ες, ἴσος κατὰ τὸ μέγεθος, Ξεν. Κυν. 5. 29, Πολύβ. 10. 44, 2. - Ἐπίρρ. -θως, Ἀριστείδ. Κοϊντιλ. 123.

French (Bailly abrégé)

ης, ες :
égal en grandeur, de même grandeur.
Étymologie: ἴσος, μέγεθος.

Greek Monolingual

μέγεθες (Α ἰσομεγέθης, -μέγεθες)
αυτός που έχει ίσο μέγεθος με κάποιον άλλο, όμοιος στο μέγεθος.
επίρρ...
ἰσομεγέθως (Α)
με ισομεγέθη τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσ(ο)- + -μεγέθης (< μέγεθος), πρβλ. απειρο-μεγέθης, μικρο-μεγέθης].

Greek Monotonic

ἰσομεγέθης: -ες (μέγεθος), ισομεγέθης, ίσος στο μέγεθος, σε Ξεν.

Russian (Dvoretsky)

ἰσομεγέθης: равный по величине, одинаковый по размерам Xen., Polyb., Plut.

Middle Liddell

ἰσο-μεγέθης, ες μέγεθος
equal in size, Xen.