ἰσχνοπάρειος: Difference between revisions

From LSJ

ἀσμένῳ δέ σοι ἡ ποικιλείμων νὺξ ἀποκρύψει φάοςglad wilt thou be when night, arrayed in spangled garb, shuts out the light

Source
(1ab)
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 9: Line 9:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰσχνοπάρειος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχνές παρειές, ξερακιανό [[πρόσωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πάρειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πα</i>-<i>ρειαί</i> «μάγουλα»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>λευκο</i>-<i>πάρειος</i>, <i>χαλκο</i>-<i>πάρειος</i>].
|mltxt=[[ἰσχνοπάρειος]], -ον (Α)<br />αυτός που έχει ισχνές παρειές, ξερακιανό [[πρόσωπο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἰσχνός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πάρειος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>πα</i>-<i>ρειαί</i> «μάγουλα»), [[πρβλ]]. <i>λευκο</i>-<i>πάρειος</i>, <i>χαλκο</i>-<i>πάρειος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:12, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1272] mit mageren Backen, γραῦς Ep. ad. (App. 336).

Greek (Liddell-Scott)

ἰσχνοπάρειος: -ον, ἔχων ἰσχνὰς παρειάς, γραῦς Ἀνθ. Π. παράρτ. 336.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
aux joues maigres.
Étymologie: ἰσχνός, παρειά.

Greek Monolingual

ἰσχνοπάρειος, -ον (Α)
αυτός που έχει ισχνές παρειές, ξερακιανό πρόσωπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχνός + -πάρειος (< πα-ρειαί «μάγουλα»), πρβλ. λευκο-πάρειος, χαλκο-πάρειος].

Greek Monotonic

ἰσχνοπάρειος: -ον (παρειά), αυτός που έχει πολύ αδύνατα μάγουλα, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἰσχνοπάρειος: с похудевшими (впалыми) щеками (γραῦς Anth.).

Middle Liddell

ἰσχνο-πάρειος, ον παρειά
with withered cheeks, Anth.