ἰχθυολύμης: Difference between revisions

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112
m (Text replacement - "epith." to "epithet")
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἰχθυολύμης]], ὁ (Α)<br />(ως κωμ. επίθ. τών Αθηναίων που αγαπούσαν υπερβολικά τα ψάρια) [[καταστροφέας]] τών ψαριών («μιαροί,...,ἰχθυολῡμαι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λυμαίνομαι]] «[[τροποποιώ]], [[καταστρέφω]]» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>δικο</i>-<i>λύμης</i>)].
|mltxt=[[ἰχθυολύμης]], ὁ (Α)<br />(ως κωμ. επίθ. τών Αθηναίων που αγαπούσαν υπερβολικά τα ψάρια) [[καταστροφέας]] τών ψαριών («μιαροί,...,ἰχθυολῡμαι», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰχθυ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[λυμαίνομαι]] «[[τροποποιώ]], [[καταστρέφω]]» ([[πρβλ]]. <i>δικο</i>-<i>λύμης</i>)].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἰχθῠολύμης Medium diacritics: ἰχθυολύμης Low diacritics: ιχθυολύμης Capitals: ΙΧΘΥΟΛΥΜΗΣ
Transliteration A: ichthyolýmēs Transliteration B: ichthyolymēs Transliteration C: ichthyolymis Beta Code: i)xquolu/mhs

English (LSJ)

[λῡ], ου, ὁ, A plague of fish, Com. epithet of a fish-eater, Ar.Pax 814.

German (Pape)

[Seite 1276] ὁ, Fischpest, komisch von einem gewaltigen Fischesser, Ar. Pax 800; vgl. B. A. 43, 23.

Greek (Liddell-Scott)

ἰχθυολύμης: λῡ, ου, ὁ, ὁ λυμαινόμενος τοὺς ἰχθῦς, καταστροφεὺς αὐτῶν, κωμικὸν ἐπίθετον τῶν Ἀθηναίων ὡς ἀγαπώντων καθ’ ὑπερβολὴν ἐδέσματα ἐξ ἰχθύων, τὸ τοῦ Ὁρατίου pernicies macelli, Ἀριστοφ. Εἰρ. 814.

French (Bailly abrégé)

ους (ὁ) :
fléau des poissons.
Étymologie: ἰχθύς, λύμη.

Greek Monolingual

ἰχθυολύμης, ὁ (Α)
(ως κωμ. επίθ. τών Αθηναίων που αγαπούσαν υπερβολικά τα ψάρια) καταστροφέας τών ψαριών («μιαροί,...,ἰχθυολῡμαι», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰχθυ(ο)- + λυμαίνομαι «τροποποιώ, καταστρέφω» (πρβλ. δικο-λύμης)].

Greek Monotonic

ἰχθυολύμης: [λῡ], -ου, ὁ (λύμη), αυτός που λυμαίνεται, καταστρέφει τα ψάρια, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

ἰχθυολύμης: ου (λῡ) ὁ шутл. рыбья пагуба, ненасытный рыбоед, обжора Arph.

Middle Liddell

ἰχθυο-λ¯ύμης, ου, λύμη
plague of fish, of a fisheater, Ar.