ἡμιπύρωτος: Difference between revisions

From LSJ

μακάριοι οὓς ἐξελέξω καὶ προσελάβου → blessed are those that you have chosen and taken

Source
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἡμιπύρωτος]], -ον (Α)<br />ο [[κατά]] το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πυρώ]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ανεκ</i>-<i>πύρωτος</i>, <i>α</i>-<i>πύρωτος</i>].
|mltxt=[[ἡμιπύρωτος]], -ον (Α)<br />ο [[κατά]] το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ημι</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>πυρωτος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πυρώ]]), [[πρβλ]]. <i>ανεκ</i>-<i>πύρωτος</i>, <i>α</i>-<i>πύρωτος</i>].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 16:16, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡμιπύρωτος Medium diacritics: ἡμιπύρωτος Low diacritics: ημιπύρωτος Capitals: ΗΜΙΠΥΡΩΤΟΣ
Transliteration A: hēmipýrōtos Transliteration B: hēmipyrōtos Transliteration C: imipyrotos Beta Code: h(mipu/rwtos

English (LSJ)

[ῠ], ον<, A half-burnt, AP7.401.5 (Crin.).

German (Pape)

[Seite 1169] halb verbrannt, λείψανα, Crinag. 73 (VII, 401).

Greek (Liddell-Scott)

ἡμιπύρωτος: -ον, (πῠρόω) κατὰ τὸ ἥμισυ κεκαυμένος, λείψανα Ἀνθ. Π. 7. 401.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
à demi brûlé.
Étymologie: ἡμι-, πυρόω.

Greek Monolingual

ἡμιπύρωτος, -ον (Α)
ο κατά το ήμισυ πυρωμένος, ο εν μέρει καμένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + -πυρωτος (< πυρώ), πρβλ. ανεκ-πύρωτος, α-πύρωτος].

Greek Monotonic

ἡμιπύρωτος: -ον (πῠρόω), μισοκαμένος, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

ἡμῐπύρωτος: (ῠ) полусожженный (λείψανα Anth.).

Middle Liddell

ἡμι-πύρωτος, ον [πῦρόω]
half-burnt, Anth.