ἰωχμός: Difference between revisions
Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.
mNo edit summary |
|||
Line 20: | Line 20: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἰωχμός]], ὁ (Α)<br />[[ιωκή]], [[καταδίωξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰωκ</i>-<i>σμός</i>, με σίγηση του -<i>σ</i>-και [[τροπή]] του άηχου -<i>κ</i>- σε δασύ -<i>χ</i>-, <span style="color: red;"><</span> [[ἰωκή]] ( | |mltxt=[[ἰωχμός]], ὁ (Α)<br />[[ιωκή]], [[καταδίωξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ἰωκ</i>-<i>σμός</i>, με σίγηση του -<i>σ</i>-και [[τροπή]] του άηχου -<i>κ</i>- σε δασύ -<i>χ</i>-, <span style="color: red;"><</span> [[ἰωκή]] ([[πρβλ]]. [[πλοχμός]], [[ρωχμός]]). Η [[μακρότητα]] του αρκτικού <i>ι</i>- οφείλεται σε μετρικούς λόγους]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 16:20, 23 August 2021
English (LSJ)
[ῑ], ὁ,= ἰωκή, ἦλθον ἀν' ἰωχμόν through A the rout, Il.8.89,158; ἰωὴ ἀσπέτου ἰωχμοῖο Hes.Th.683, cf. Theoc.25.279.
German (Pape)
[Seite 1278] ὁ, = ἰωκή, Schlachtgetümmel; Il. 8, 89. 157; Hes. Th. 683.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
poursuite dans un combat, mêlée.
Étymologie: R. Δjακ, poursuivre ; cf. διώκω.
English (Autenrieth)
=ἰωκή, Il. 8.89 and 158.
Greek Monolingual
ἰωχμός, ὁ (Α)
ιωκή, καταδίωξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰωκ-σμός, με σίγηση του -σ-και τροπή του άηχου -κ- σε δασύ -χ-, < ἰωκή (πρβλ. πλοχμός, ρωχμός). Η μακρότητα του αρκτικού ι- οφείλεται σε μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
ἰωχμός: [ῑ], ὁ, = ἰωκή, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ.
Russian (Dvoretsky)
ἰωχμός: ὁ боевая свалка, смятение, беспорядочное отступление Hom., Hes.
Middle Liddell
ἰ¯ωχμός, = ἰωκή, Il., Hes.]