Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ευσταλής: Difference between revisions

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐσταλής]], -ές)<br />με [[ωραίο]] [[παράστημα]] και ευπρεπή [[ενδυμασία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ευπρεπής]], [[κόσμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατιώτη) ο [[ελαφρά]] οπλισμένος<br /><b>2.</b> ο [[ελαφρός]] («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>4.</b> [[ευμεταχείριστος]]<br /><b>5.</b> [[άνετος]], [[εύκολος]] («πλοῡς [[εὐσταλής]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>7.</b> (για [[τροφή]]) σε κανονική [[ποσότητα]]<br /><b>8.</b> αυτός που έχει κανονική [[διατροφή]] («ταῖς διαίταις εὐσταλεῑς ὄντες», Δίων Κάσσ.)<br /><b>9.</b> (για ενδύματα) ο [[κομψός]]<br /><b>10.</b> αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα («εὐσταλεῑς ἐποίησε τὰς ἱερουργίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐσταλές</i><br />η κατάλληλη [[προετοιμασία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσταλῶς</i> (ΑΜ) (Α και εὐσταλέως)<br />ευπρεπώς, με [[σεμνότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ενδύματα) με καλό τρόπο ραψίματος<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες) με ελαφρό οπλισμό<br /><b>3.</b> (για επιδέσμους) [[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σταλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εστάλην</i> του [[στέλλω]]), [[πρβλ]]. <i>α</i>-<i>σταλής</i>, <i>μονο</i>-<i>σταλής</i>].
|mltxt=-ές (ΑΜ [[εὐσταλής]], -ές)<br />με [[ωραίο]] [[παράστημα]] και ευπρεπή [[ενδυμασία]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[ευπρεπής]], [[κόσμιος]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για στρατιώτη) ο [[ελαφρά]] οπλισμένος<br /><b>2.</b> ο [[ελαφρός]] («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[πρόσφορος]], [[κατάλληλος]]<br /><b>4.</b> [[ευμεταχείριστος]]<br /><b>5.</b> [[άνετος]], [[εύκολος]] («πλοῡς [[εὐσταλής]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>6.</b> [[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>7.</b> (για [[τροφή]]) σε κανονική [[ποσότητα]]<br /><b>8.</b> αυτός που έχει κανονική [[διατροφή]] («ταῖς διαίταις εὐσταλεῑς ὄντες», Δίων Κάσσ.)<br /><b>9.</b> (για ενδύματα) ο [[κομψός]]<br /><b>10.</b> αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα («εὐσταλεῑς ἐποίησε τὰς ἱερουργίας», <b>Πλούτ.</b>)<br /><b>11.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ εὐσταλές</i><br />η κατάλληλη [[προετοιμασία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>εὐσταλῶς</i> (ΑΜ) (Α και εὐσταλέως)<br />ευπρεπώς, με [[σεμνότητα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για ενδύματα) με καλό τρόπο ραψίματος<br /><b>2.</b> (για στρατιώτες) με ελαφρό οπλισμό<br /><b>3.</b> (για επιδέσμους) [[στερεά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>σταλής</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>εστάλην</i> του [[στέλλω]]), [[πρβλ]]. [[ασταλής]], [[μονοσταλής]]].
}}
}}

Revision as of 17:35, 23 August 2021

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐσταλής, -ές)
με ωραίο παράστημα και ευπρεπή ενδυμασία
μσν.-αρχ.
ευπρεπής, κόσμιος
αρχ.
1. (για στρατιώτη) ο ελαφρά οπλισμένος
2. ο ελαφρός («ὁπλισμὸν εὐσταλέστερον», Διον. Αλ.)
3. πρόσφορος, κατάλληλος
4. ευμεταχείριστος
5. άνετος, εύκολος («πλοῡς εὐσταλής», Σοφ.)
6. συμπαγής, στερεός
7. (για τροφή) σε κανονική ποσότητα
8. αυτός που έχει κανονική διατροφή («ταῖς διαίταις εὐσταλεῑς ὄντες», Δίων Κάσσ.)
9. (για ενδύματα) ο κομψός
10. αυτός που γίνεται σε τακτά χρονικά διαστήματα («εὐσταλεῑς ἐποίησε τὰς ἱερουργίας», Πλούτ.)
11. το ουδ. ως ουσ. τὸ εὐσταλές
η κατάλληλη προετοιμασία.
επίρρ...
εὐσταλῶς (ΑΜ) (Α και εὐσταλέως)
ευπρεπώς, με σεμνότητα
αρχ.
1. (για ενδύματα) με καλό τρόπο ραψίματος
2. (για στρατιώτες) με ελαφρό οπλισμό
3. (για επιδέσμους) στερεά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -σταλής (< εστάλην του στέλλω), πρβλ. ασταλής, μονοσταλής].