επιτελής: Difference between revisions
λίγεια μινύρεται θαμίζουσα μάλιστ' ἀηδών → the sweet-voiced nightingale mourns constantly, the sweet-voiced nightingale most loves to warble
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
|||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-ές (Α [[ἐπιτελής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιωτικός]] που [[είναι]] [[μέλος]] του επιτελείου<br /><b>2.</b> [[βοηθός]] ταγματάρχη του πεζικού ή μοιράρχου του ιππικού<br /><b>3.</b> αυτός που συγκαταλέγεται στα βασικά στελέχη [[κόμματος]], οργανισμού ή κινήσεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τέλειος]] («[[ἐπιτελής]] δ’ εἴη ἡ [[εὐχή]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) η ώριμη για γάμο<br /><b>3.</b> αυτός που οδηγεί στην [[εκπλήρωση]], στην [[ολοκλήρωση]]<br /><b>4.</b> αυτός που υπόκειται σε [[φορολογία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτελῶς</i> και -<i>έως</i> (Α)<br />επιτέλους, τελικά, τελειωτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] «[[σκοπός]]»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. | |mltxt=-ές (Α [[ἐπιτελής]], -ές)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[στρατιωτικός]] που [[είναι]] [[μέλος]] του επιτελείου<br /><b>2.</b> [[βοηθός]] ταγματάρχη του πεζικού ή μοιράρχου του ιππικού<br /><b>3.</b> αυτός που συγκαταλέγεται στα βασικά στελέχη [[κόμματος]], οργανισμού ή κινήσεως<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[τέλειος]] («[[ἐπιτελής]] δ’ εἴη ἡ [[εὐχή]]», <b>Πλάτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[γυναίκα]]) η ώριμη για γάμο<br /><b>3.</b> αυτός που οδηγεί στην [[εκπλήρωση]], στην [[ολοκλήρωση]]<br /><b>4.</b> αυτός που υπόκειται σε [[φορολογία]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ἐπιτελῶς</i> και -<i>έως</i> (Α)<br />επιτέλους, τελικά, τελειωτικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>τελής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[τέλος]] «[[σκοπός]]»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει ([[πρβλ]]. [[ατελής]], [[νομοτελής]]). Ο νεοελλ. τ. με τη [[σημασία]] «[[αξιωματικός]], [[στρατιωτικός]]» [[είναι]] [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] από το ρ. <i>επι</i>-[[τέλλω]] / -<i>ομαι</i> «[[διατάσσω]], [[παραγγέλλω]]»]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 17:35, 23 August 2021
Greek Monolingual
-ές (Α ἐπιτελής, -ές)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ.
1. στρατιωτικός που είναι μέλος του επιτελείου
2. βοηθός ταγματάρχη του πεζικού ή μοιράρχου του ιππικού
3. αυτός που συγκαταλέγεται στα βασικά στελέχη κόμματος, οργανισμού ή κινήσεως
αρχ.
1. τέλειος («ἐπιτελής δ’ εἴη ἡ εὐχή», Πλάτ.)
2. (για γυναίκα) η ώριμη για γάμο
3. αυτός που οδηγεί στην εκπλήρωση, στην ολοκλήρωση
4. αυτός που υπόκειται σε φορολογία.
επίρρ...
ἐπιτελῶς και -έως (Α)
επιτέλους, τελικά, τελειωτικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + -τελής (< τέλος «σκοπός»), τ. που απαντά μόνον εν συνθέσει (πρβλ. ατελής, νομοτελής). Ο νεοελλ. τ. με τη σημασία «αξιωματικός, στρατιωτικός» είναι υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. επι-τέλλω / -ομαι «διατάσσω, παραγγέλλω»].