εργαστήριο: Difference between revisions

From LSJ

Θηρῶν ἁπάντων ἀγριωτέρα γυνή → Inter feras fera nulla ferior muliere → Als alle wilden Tiere wilder ist die Frau

Menander, Monostichoi, 248
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (ΑΜ [[ἐργαστήριον]]) [[εργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[χώρος]] εργασίας τεχνιτών ή ομαδικής εργασίας («εργαστήρια λαϊκής τέχνης»)<br /><b>2.</b> [[χώρος]] ή [[τόπος]] όπου γίνεται εντατική [[προετοιμασία]] για [[κάτι]] (α. «αυτό το [[σχολείο]] αποδείχθηκε [[εργαστήριο]] επιστημόνων» β. «τήν πόλιν [[εἶναι]] πολέμου [[ἐργαστήριον]]», <b>Ξεν.</b><br />γ. «[[ἐργαστήριον]] συκοφαντῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χώρος]] με ειδικές εγκαταστάσεις και όργανα όπου γίνονται συστηματικές έρευνες ή εξασκούνται φοιτητές («[[εργαστήριο]] ανατομίας»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «τὸ τῆς φύσεως [[ἐργαστήριον]]» — η [[κοιλιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[κατάστημα]]<br /><b>2.</b> [[πορνείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εργαστήρ]] «[[εργάτης]]» <span style="color: red;"><</span> [[εργάζομαι]]. Ο τ. εμφανίζει το αορ. θ. <i>εργασ</i>- <span style="color: red;">+</span> παραγωγ. κατάλ. -<i>τήριο</i>, που δηλώνει [[τόπο]] ([[πρβλ]]. <i>σπουδασ</i>-<i>τήριο</i>, <i>φροντισ</i>-<i>τήριο</i>)].
|mltxt=το (ΑΜ [[ἐργαστήριον]]) [[εργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[χώρος]] εργασίας τεχνιτών ή ομαδικής εργασίας («εργαστήρια λαϊκής τέχνης»)<br /><b>2.</b> [[χώρος]] ή [[τόπος]] όπου γίνεται εντατική [[προετοιμασία]] για [[κάτι]] (α. «αυτό το [[σχολείο]] αποδείχθηκε [[εργαστήριο]] επιστημόνων» β. «τήν πόλιν [[εἶναι]] πολέμου [[ἐργαστήριον]]», <b>Ξεν.</b><br />γ. «[[ἐργαστήριον]] συκοφαντῶν», <b>Δημοσθ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[χώρος]] με ειδικές εγκαταστάσεις και όργανα όπου γίνονται συστηματικές έρευνες ή εξασκούνται φοιτητές («[[εργαστήριο]] ανατομίας»)<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br /><b>φρ.</b> «τὸ τῆς φύσεως [[ἐργαστήριον]]» — η [[κοιλιά]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> μικρό [[κατάστημα]]<br /><b>2.</b> [[πορνείο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[εργαστήρ]] «[[εργάτης]]» <span style="color: red;"><</span> [[εργάζομαι]]. Ο τ. εμφανίζει το αορ. θ. <i>εργασ</i>- <span style="color: red;">+</span> παραγωγ. κατάλ. -<i>τήριο</i>, που δηλώνει [[τόπο]] ([[πρβλ]]. [[σπουδαστήριο]], [[φροντιστήριο]])].
}}
}}

Revision as of 17:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

το (ΑΜ ἐργαστήριον) εργάζομαι
1. χώρος εργασίας τεχνιτών ή ομαδικής εργασίας («εργαστήρια λαϊκής τέχνης»)
2. χώρος ή τόπος όπου γίνεται εντατική προετοιμασία για κάτι (α. «αυτό το σχολείο αποδείχθηκε εργαστήριο επιστημόνων» β. «τήν πόλιν εἶναι πολέμου ἐργαστήριον», Ξεν.
γ. «ἐργαστήριον συκοφαντῶν», Δημοσθ.)
νεοελλ.
χώρος με ειδικές εγκαταστάσεις και όργανα όπου γίνονται συστηματικές έρευνες ή εξασκούνται φοιτητές («εργαστήριο ανατομίας»)
αρχ.-μσν.
φρ. «τὸ τῆς φύσεως ἐργαστήριον» — η κοιλιά
αρχ.
1. μικρό κατάστημα
2. πορνείο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εργαστήρ «εργάτης» < εργάζομαι. Ο τ. εμφανίζει το αορ. θ. εργασ- + παραγωγ. κατάλ. -τήριο, που δηλώνει τόπο (πρβλ. σπουδαστήριο, φροντιστήριο)].