ηχηρός: Difference between revisions
Γυνὴ γὰρ οἴκῳ πῆμα καὶ σωτηρία → Mulier familiae pestis est, mulier salus → Bane and salvation to a house is woman → Die Frau ist nämlich Leid und Rettung für das Haus
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και [[ηχερός]], -ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, [[βροντώδης]], [[ηχητικός]], [[ηχογόνος]] («ηχηρή [[φωνή]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ακούεται ευκρινώς, που γίνεται [[αντιληπτός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ηχηροί φθόγγοι» ή «ηχηρά σύμφωνα» — οι φθόγγοι που εκφωνούνται όταν οι φωνητικές χορδές βρίσκονται σε [[ένταση]] και σχηματίζουν στενό τιθέμενες σε παλμική [[κίνηση]] από τον διερχόμενο αέρα (τα σύμφωνα <i>β</i>, <i>γ</i>, <i>δ</i>, <i>ζ</i>, <i>λ</i>, <i>μ</i>, <i>ν</i>, ρ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[εντυπωσιακός]] («ηχηρή [[διαφορά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηχηρώς</i> και -<i>ά</i><br />με τρόπο ηχηρό, θορυβωδώς, βροντόφωνα, μεγαλόφωνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρος</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=και [[ηχερός]], -ή, -ό<br /><b>1.</b> αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, [[βροντώδης]], [[ηχητικός]], [[ηχογόνος]] («ηχηρή [[φωνή]]»)<br /><b>2.</b> αυτός που ακούεται ευκρινώς, που γίνεται [[αντιληπτός]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «ηχηροί φθόγγοι» ή «ηχηρά σύμφωνα» — οι φθόγγοι που εκφωνούνται όταν οι φωνητικές χορδές βρίσκονται σε [[ένταση]] και σχηματίζουν στενό τιθέμενες σε παλμική [[κίνηση]] από τον διερχόμενο αέρα (τα σύμφωνα <i>β</i>, <i>γ</i>, <i>δ</i>, <i>ζ</i>, <i>λ</i>, <i>μ</i>, <i>ν</i>, ρ)<br /><b>4.</b> <b>μτφ.</b> [[εντυπωσιακός]] («ηχηρή [[διαφορά]]»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ηχηρώς</i> και -<i>ά</i><br />με τρόπο ηχηρό, θορυβωδώς, βροντόφωνα, μεγαλόφωνα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ήχος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ηρος</i> ([[πρβλ]]. [[λυπηρός]], [[μοχθηρός]]). Ο τ. [[ηχερός]] <span style="color: red;"><</span> [[ηχηρός]] με [[τροπή]] του <i>η</i> σε <i>ε</i> προ του <i>ρ</i> ([[πρβλ]]. [[σίδερο]] <span style="color: red;"><</span> [[σίδηρος]]). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγελο Βλάχο]. | ||
}} | }} |
Revision as of 17:50, 23 August 2021
Greek Monolingual
και ηχερός, -ή, -ό
1. αυτός που παράγει δυνατό ήχο ή κρότο, βροντώδης, ηχητικός, ηχογόνος («ηχηρή φωνή»)
2. αυτός που ακούεται ευκρινώς, που γίνεται αντιληπτός
3. φρ. «ηχηροί φθόγγοι» ή «ηχηρά σύμφωνα» — οι φθόγγοι που εκφωνούνται όταν οι φωνητικές χορδές βρίσκονται σε ένταση και σχηματίζουν στενό τιθέμενες σε παλμική κίνηση από τον διερχόμενο αέρα (τα σύμφωνα β, γ, δ, ζ, λ, μ, ν, ρ)
4. μτφ. εντυπωσιακός («ηχηρή διαφορά»).
επίρρ...
ηχηρώς και -ά
με τρόπο ηχηρό, θορυβωδώς, βροντόφωνα, μεγαλόφωνα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ήχος + -ηρος (πρβλ. λυπηρός, μοχθηρός). Ο τ. ηχερός < ηχηρός με τροπή του η σε ε προ του ρ (πρβλ. σίδερο < σίδηρος). Η λ. μαρτυρείται από το 1871 στον Άγγελο Βλάχο].