καινοπηγής: Difference between revisions

From LSJ

Δέσποινα γὰρ γέροντι νυμφίῳ γυνή → Mulier fit domina sponso, simulac senuerit → Die Frau beherrscht, sobald er alt, den Bräutigam

Menander, Monostichoi, 129
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καινοπηγής]], -ές (Α)<br />ο πρόσφατα κατασκευασμένος, [[καινούργιος]] («ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔθετον [[σάκος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] «[[δημιουργώ]], [[κατασκευάζω]]»), [[πρβλ]]. <i>ναυ</i>-<i>πηγής</i>, <i>νεο</i>-<i>πηγής</i>].
|mltxt=[[καινοπηγής]], -ές (Α)<br />ο πρόσφατα κατασκευασμένος, [[καινούργιος]] («ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔθετον [[σάκος]]», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καινός]] <span style="color: red;">+</span> -<i>πηγής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]] «[[δημιουργώ]], [[κατασκευάζω]]»), [[πρβλ]]. [[ναυπηγής]], [[νεοπηγής]]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 18:15, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καινοπηγής Medium diacritics: καινοπηγής Low diacritics: καινοπηγής Capitals: ΚΑΙΝΟΠΗΓΗΣ
Transliteration A: kainopēgḗs Transliteration B: kainopēgēs Transliteration C: kainopigis Beta Code: kainophgh/s

English (LSJ)

ές, A newly put together, new-made, A.Th.642.

German (Pape)

[Seite 1294] ές, neu gefügt, gemacht, σάκος Aesch. Spt. 624.

Greek (Liddell-Scott)

καινοπηγής: -ές, νεωστὶ συμπαγείς, κατασκευασθείς, Αἰσχύλ. Θήβ. 642.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
nouvellement fabriqué.
Étymologie: καινός, πήγνυμι.

Greek Monolingual

καινοπηγής, -ές (Α)
ο πρόσφατα κατασκευασμένος, καινούργιος («ἔχει δὲ καινοπηγὲς εὔθετον σάκος», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καινός + -πηγής (< πήγνυμι «δημιουργώ, κατασκευάζω»), πρβλ. ναυπηγής, νεοπηγής].

Greek Monotonic

καινοπηγής: -ές (πήγνυμι), πρόσφατα ενωμένος, νεοδημιουργημένος, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

καινοπηγής: новосколоченный, т. е. только что приготовленный, новый (σάκος Aesch.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καινοπηγής -ές [καινός, πήγνυμι] pas gemaakt.

Middle Liddell

καινο-πηγής, ές πήγνυμι
newly put together, newmade, Aesch.