καματηδόν: Difference between revisions

From LSJ

ἐγώ εἰμι τὸ ἄλφα καὶ τὸ ὦ, ὁ πρῶτος καὶ ὁ ἔσχατος, ἡ ἀρχὴ καὶ τὸ τέλος → I am the Alpha and the Omega, the first and the last, the beginning and the end

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=καματηδὸν (Μ)<br /><b>επίρρ.</b> με κάματο, με κόπο, κοπιαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάματος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρηματική κατάλ. -<i>ηδόν</i> ([[πρβλ]]. <i>βαθμ</i>-<i>ηδόν</i>, <i>στιχ</i>-<i>ηδόν</i>)].
|mltxt=καματηδὸν (Μ)<br /><b>επίρρ.</b> με κάματο, με κόπο, κοπιαστικά.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάματος]] <span style="color: red;">+</span> επιρρηματική κατάλ. -<i>ηδόν</i> ([[πρβλ]]. [[βαθμηδόν]], [[στιχηδόν]])].
}}
}}

Revision as of 18:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰμᾰτηδόν Medium diacritics: καματηδόν Low diacritics: καματηδόν Capitals: ΚΑΜΑΤΗΔΟΝ
Transliteration A: kamatēdón Transliteration B: kamatēdon Transliteration C: kamatidon Beta Code: kamathdo/n

English (LSJ)

Adv. A laboriously, Man.4.622.

German (Pape)

[Seite 1316] mühselig, Man. 4, 622.

Greek (Liddell-Scott)

καματηδόν: Ἐπίρρ. (κάματος) μετὰ καμάτου, κόπου, Μανέθων 4. 622.

Greek Monolingual

καματηδὸν (Μ)
επίρρ. με κάματο, με κόπο, κοπιαστικά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + επιρρηματική κατάλ. -ηδόν (πρβλ. βαθμηδόν, στιχηδόν)].