καρκίνιον: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καρκίνιον]], τὸ (Α)<br />(υποκορ. του [[καρκίνος]])<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[κάβουρας]]<br /><b>2.</b> (ειδικότερα) [[είδος]] μικρού κάβουρα<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[κακοήθης]] όγκος<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> τὰ [[καρκίνια]]<br />[[είδος]] εμβάδων, παντόφλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρκίνος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i> ([[πρβλ]]. <i>μαχαίρ</i>-<i>ιον</i>, <i>πόδ</i>-<i>ιον</i>)].
|mltxt=[[καρκίνιον]], τὸ (Α)<br />(υποκορ. του [[καρκίνος]])<br /><b>1.</b> [[μικρός]] [[κάβουρας]]<br /><b>2.</b> (ειδικότερα) [[είδος]] μικρού κάβουρα<br /><b>3.</b> <b>ιατρ.</b> [[κακοήθης]] όγκος<br /><b>4.</b> <b>στον πληθ.</b> τὰ [[καρκίνια]]<br />[[είδος]] εμβάδων, παντόφλας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[καρκίνος]] <span style="color: red;">+</span> υποκορ. κατάλ. -<i>ιον</i> ([[πρβλ]]. [[μαχαίριον]], [[πόδιον]])].
}}
}}
{{elru
{{elru

Revision as of 18:20, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρκῐνιον Medium diacritics: καρκίνιον Low diacritics: καρκίνιον Capitals: ΚΑΡΚΙΝΙΟΝ
Transliteration A: karkínion Transliteration B: karkinion Transliteration C: karkinion Beta Code: karki/nion

English (LSJ)

τό, Dim. of καρκίνος, A hermit-crab, Pagurus, Arist.HA529b20; a smaller species, ib.547b17. II = καρκίνος III, Hp.Morb.2.37. III a kind of slipper, in pl., Herod.7.128.

German (Pape)

[Seite 1327] τό, dim. von καρκίνος; Arist. H. A. 5, 15; Dorio bei Ath. VII, 300 f.

Greek (Liddell-Scott)

καρκίνιον: τό, ὑποκορ. τοῦ καρκίνος, «τό δὲ καλούμενον καρκίνιον τρόπον τινὰ κοινόν ἐστι τῶν τε μαλακοστράκων καὶ τῶν ὀστρακοδέρμων. Αὐτὸ μόνον γὰρ τῇ φύσει ὅμοιον τοῖς καραβοειδέσι, καὶ γίνεται αὐτὸ καθ’ αὑτό. τῷ εἰσδύεσθαι καὶ ζῆν ἐν ὀστράκῳ, ὅμοιον τοῖς ὀστρακοδέρμοις..., τὴν δὲ μορφὴν ὡς μὲν ἁπλῶς εἰπεῖν ὅμοιόν ἐστι τοῖς ἀράχναις, πλὴν τὸ κάτω τῆς κεφαλῆς καὶ τοῦ θώρακος μεῖζον ἔχει ἐκείνου» Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 4, 27 κἑξ.· - μικρόν τι εἶδος καρκίνων εὑρισκομένων ἐν ταῖς πίναις (πρβλ. πιννοτήρης, «ἔχουσι δ’ ἐν αὑταῖς (αἱ πῖναι) πιννοφύλακα, αἱ μὲν καρίδιον αἱ δὲ καρκίνιον» αὐτόθι 5. 15, 15.

Greek Monolingual

καρκίνιον, τὸ (Α)
(υποκορ. του καρκίνος)
1. μικρός κάβουρας
2. (ειδικότερα) είδος μικρού κάβουρα
3. ιατρ. κακοήθης όγκος
4. στον πληθ. τὰ καρκίνια
είδος εμβάδων, παντόφλας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρκίνος + υποκορ. κατάλ. -ιον (πρβλ. μαχαίριον, πόδιον)].

Russian (Dvoretsky)

καρκίνιον: τό маленький краб, рачок Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

καρκίνιον -ου, τό [καρκίνος] gezwel. Hp.