κεντροβαρής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source
(c1)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(4 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1418.png Seite 1418]] ές, nach dem Mittelpunkt durch seine Schwere strebend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1418.png Seite 1418]] ές, nach dem Mittelpunkt durch seine Schwere strebend, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''κεντροβᾰρής''': -ές, ([[κέντρον]] 6) βαρύνων πρὸς τὸ [[κέντρον]]· τὰ κεντροβαρικὰ, [[πραγματεία]] τοῦ Ἀρχιμήδους περὶ τοῦ κέντρου τῆς βαρύτητος· ἡ κεντροβαρική, ἡ [[θεωρία]] τοῦ κέντρου τῆς βαρύτητος, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 168.
}}
{{grml
|mltxt=-ές (Μ [[κεντροβαρής]], -ές)<br />αυτός που έχει [[διεύθυνση]] [[προς]] το [[κέντρο]] βάρους ενός σώματος («[[κεντροβαρής]] [[άξονας]]»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που το [[κέντρο]] βάρους του βρίσκεται στη [[μέση]] («κεντροβαρές [[σώμα]]»).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κέντρο]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαρής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάρος]]), [[πρβλ]]. [[καρηβαρής]], [[οινοβαρής]]].
}}
}}

Latest revision as of 18:21, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1418] ές, nach dem Mittelpunkt durch seine Schwere strebend, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κεντροβᾰρής: -ές, (κέντρον 6) βαρύνων πρὸς τὸ κέντρον· τὰ κεντροβαρικὰ, πραγματεία τοῦ Ἀρχιμήδους περὶ τοῦ κέντρου τῆς βαρύτητος· ἡ κεντροβαρική, ἡ θεωρία τοῦ κέντρου τῆς βαρύτητος, Ἀνέκδ. Ὀξων. 3. 168.

Greek Monolingual

-ές (Μ κεντροβαρής, -ές)
αυτός που έχει διεύθυνση προς το κέντρο βάρους ενός σώματος («κεντροβαρής άξονας»)
νεοελλ.
αυτός που το κέντρο βάρους του βρίσκεται στη μέση («κεντροβαρές σώμα»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέντρο + -βαρής (< βάρος), πρβλ. καρηβαρής, οινοβαρής].