κοκκινοβαφής: Difference between revisions

From LSJ

Τῶν δυστυχούντων εὐτυχὴς οὐδεὶς φίλοςFelix amicus nullus infelicibus → für die im Unglück ist kein Glücklicher ein Freund

Menander, Monostichoi, 502
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές (AM [[κοκκινοβαφής]], -ές)<br />ο [[βαμμένος]] με κόκκινο [[χρώμα]], [[κοκκινοβαμμένος]], [[κόκκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκινος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), [[πρβλ]]. <i>λευκο</i>-<i>βαφής</i>, <i>χρυσο</i>-<i>βαφής</i>].
|mltxt=-ές (AM [[κοκκινοβαφής]], -ές)<br />ο [[βαμμένος]] με κόκκινο [[χρώμα]], [[κοκκινοβαμμένος]], [[κόκκινος]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόκκινος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>βαφής</i> (<span style="color: red;"><</span> [[βάπτω]]), [[πρβλ]]. [[λευκοβαφής]], [[χρυσοβαφής]]].
}}
}}

Revision as of 18:35, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοκκῐνοβᾰφής Medium diacritics: κοκκινοβαφής Low diacritics: κοκκινοβαφής Capitals: ΚΟΚΚΙΝΟΒΑΦΗΣ
Transliteration A: kokkinobaphḗs Transliteration B: kokkinobaphēs Transliteration C: kokkinovafis Beta Code: kokkinobafh/s

English (LSJ)

ές, A = κοκκοβαφής, Callix.2:—also κοκκῐνό-βᾰφος, ον, Sch. rec.Pi.O.6.66.

German (Pape)

[Seite 1471] ές, scharlachroth gefärbt; Ath. V, 196 b; bei Schol. pind. Ol. 6, 66 κοκκινόβαφος

Greek (Liddell-Scott)

κοκκῐνοβᾰφής: -ές, = κοκκοβαφής, Καλλίξενος παρ’ Ἀθην. 196Β· ― ὡσαύτως -βαφος, ον, Σχόλ. εἰς Πινδ. Ο. 6. 66.

Greek Monolingual

-ές (AM κοκκινοβαφής, -ές)
ο βαμμένος με κόκκινο χρώμα, κοκκινοβαμμένος, κόκκινος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόκκινος + -βαφής (< βάπτω), πρβλ. λευκοβαφής, χρυσοβαφής].