κομματίας: Difference between revisions
From LSJ
ξένος ὢν ἀκολούθει τοῖς ἐπιχωρίοις νόμοις → as a foreigner, follow the laws of that country | when in Rome, do as the Romans do
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κομματίας]], ὁ (Α)<br />αυτός που μεταχειρίζεται μικρές προτάσεις [[κατά]] την [[ομιλία]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμμα]], -<i>ατος</i> «μικρό [[μέρος]] περιόδου, κώλον» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[κομματίας]], ὁ (Α)<br />αυτός που μεταχειρίζεται μικρές προτάσεις [[κατά]] την [[ομιλία]] του.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κόμμα]], -<i>ατος</i> «μικρό [[μέρος]] περιόδου, κώλον» <span style="color: red;">+</span> [[επίθημα]] -<i>ίας</i> ([[πρβλ]]. [[δογματίας]], [[τραυματίας]])]. | ||
}} | }} |
Revision as of 18:35, 23 August 2021
English (LSJ)
ου, ὁ, (A κόμμα 11.3) one who speaks in short clauses, Philostr.VS2.29.
German (Pape)
[Seite 1478] ὁ, der viele Absätze, Einschnitte in der Rede macht, σοφιστής Philostr. soph. 2, 29.
Greek (Liddell-Scott)
κομμᾰτίας: -ου, ὁ, ὁ ἐν τῇ ὁμιλίᾳ μεταχειριζόμενος βραχείας προτάσεις, Φιλόστρ. 621.
Greek Monolingual
κομματίας, ὁ (Α)
αυτός που μεταχειρίζεται μικρές προτάσεις κατά την ομιλία του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόμμα, -ατος «μικρό μέρος περιόδου, κώλον» + επίθημα -ίας (πρβλ. δογματίας, τραυματίας)].