κράξιμο: Difference between revisions
From LSJ
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
(21) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10") |
||
(One intermediate revision by the same user not shown) | |||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Μ κράξιμον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κραυγή]], [[ιδίως]] ο [[κρωγμός]] κόρακα, πετεινού κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[κάλεσμα]] ζώου, [[ιδίως]] όρνιθας<br /><b>3.</b> η [[απομίμηση]] της φωνής διαφόρων θηραμάτων με τεχνητά [[μέσα]] ή όργανα από τους κυνηγούς<br /><b>4.</b> σκωπτικά επαναλαμβανόμενο [[επιφώνημα]]<br /><b>5.</b> [[γελοιοποίηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κλήση]], [[πρόσκληση]]<br /><b>2.</b> [[έφεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[κραξ]]- του [[κράζω]] ( | |mltxt=το (Μ κράξιμον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> [[κραυγή]], [[ιδίως]] ο [[κρωγμός]] κόρακα, πετεινού κ.λπ.<br /><b>2.</b> [[κάλεσμα]] ζώου, [[ιδίως]] όρνιθας<br /><b>3.</b> η [[απομίμηση]] της φωνής διαφόρων θηραμάτων με τεχνητά [[μέσα]] ή όργανα από τους κυνηγούς<br /><b>4.</b> σκωπτικά επαναλαμβανόμενο [[επιφώνημα]]<br /><b>5.</b> [[γελοιοποίηση]]<br /><b>μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κλήση]], [[πρόσκληση]]<br /><b>2.</b> [[έφεση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. [[κραξ]]- του [[κράζω]] ([[πρβλ]]. αόρ. <i>ἔ</i>-[[κραξ]]-<i>α</i>) <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιμο</i> ([[πρβλ]]. [[παίξιμο]], [[σκούξιμο]])]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 18:40, 23 August 2021
Greek Monolingual
το (Μ κράξιμον)
νεοελλ.
1. κραυγή, ιδίως ο κρωγμός κόρακα, πετεινού κ.λπ.
2. κάλεσμα ζώου, ιδίως όρνιθας
3. η απομίμηση της φωνής διαφόρων θηραμάτων με τεχνητά μέσα ή όργανα από τους κυνηγούς
4. σκωπτικά επαναλαμβανόμενο επιφώνημα
5. γελοιοποίηση
μσν.
1. κλήση, πρόσκληση
2. έφεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κραξ- του κράζω (πρβλ. αόρ. ἔ-κραξ-α) + κατάλ. -ιμο (πρβλ. παίξιμο, σκούξιμο)].