κτηματολόγιο: Difference between revisions

From LSJ
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[δημόσιο]] [[βιβλίο]] στο οποίο [[είναι]] καταχωρισμένα η [[θέση]], τα όρια, το [[εμβαδόν]], η [[αξία]] και η [[κυριότητα]] τών ακινήτων μιας χώρας ή περιφέρειας, [[καθώς]] και οι εμπράγματες δικαιοπραξίες που τά αφορούν, αλλ. κτηματικό [[βιβλίο]]<br /><b>2.</b> η [[υπηρεσία]] στην οποία υπάρχει το [[βιβλίο]] αυτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτῆμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> περιληπτ. κατάλ. -<i>λόγιο</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] «[[συλλέγω]]»), [[πρβλ]]. <i>δειγματο</i>-<i>λόγιο</i>, <i>τιμο</i>-<i>λόγιο</i>. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στα <i>Βασιλικά Διατάγματα</i>].
|mltxt=το<br /><b>1.</b> [[δημόσιο]] [[βιβλίο]] στο οποίο [[είναι]] καταχωρισμένα η [[θέση]], τα όρια, το [[εμβαδόν]], η [[αξία]] και η [[κυριότητα]] τών ακινήτων μιας χώρας ή περιφέρειας, [[καθώς]] και οι εμπράγματες δικαιοπραξίες που τά αφορούν, αλλ. κτηματικό [[βιβλίο]]<br /><b>2.</b> η [[υπηρεσία]] στην οποία υπάρχει το [[βιβλίο]] αυτό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτῆμα]], -<i>ατος</i> <span style="color: red;">+</span> περιληπτ. κατάλ. -<i>λόγιο</i> (<span style="color: red;"><</span> [[λέγω]] «[[συλλέγω]]»), [[πρβλ]]. [[δειγματολόγιο]], [[τιμολόγιο]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στα <i>Βασιλικά Διατάγματα</i>].
}}
}}

Latest revision as of 18:40, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
1. δημόσιο βιβλίο στο οποίο είναι καταχωρισμένα η θέση, τα όρια, το εμβαδόν, η αξία και η κυριότητα τών ακινήτων μιας χώρας ή περιφέρειας, καθώς και οι εμπράγματες δικαιοπραξίες που τά αφορούν, αλλ. κτηματικό βιβλίο
2. η υπηρεσία στην οποία υπάρχει το βιβλίο αυτό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτῆμα, -ατος + περιληπτ. κατάλ. -λόγιο (< λέγω «συλλέγω»), πρβλ. δειγματολόγιο, τιμολόγιο. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στα Βασιλικά Διατάγματα].