κυανόφρυς: Difference between revisions

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source
(Bailly1_3)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(5 intermediate revisions by the same user not shown)
Line 4: Line 4:
{{bailly
{{bailly
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> υος;<br />aux sourcils noirs <i>ou</i> sombres.<br />'''Étymologie:''' [[κύανος]], [[ὀφρύς]].
|btext=υς, υ ; <i>gén.</i> υος;<br />aux sourcils noirs <i>ou</i> sombres.<br />'''Étymologie:''' [[κύανος]], [[ὀφρύς]].
}}
{{grml
|mltxt=[[κυανόφρυς]], -υ (Α)<br />αυτός που έχει μαύρα φρύδια («ὦ κυάνοφρυ Νύμφα», <b>Θεόκρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κύανος]] <span style="color: red;">+</span> [[ὀφρῦς]] ([[πρβλ]]. [[δάσοφρυς]], [[λεύκοφρυς]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κυᾰνόφρυς:''' -υ, γεν. <i>-υος</i>, αυτός που έχει μαύρα φρύδια, σε Θεόκρ.
}}
{{elru
|elrutext='''κῠᾰνόφρυς:''' υ, gen. υος чернобровый Theocr.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=κυᾰν-όφρυς, υ,<br />[[dark]]-browed, Theocr.
}}
}}

Latest revision as of 18:50, 23 August 2021

German (Pape)

[Seite 1522] υος, mit dunkeln, schwarzen Augenbrauen, Theocr. 3, 18. 17, 53.

French (Bailly abrégé)

υς, υ ; gén. υος;
aux sourcils noirs ou sombres.
Étymologie: κύανος, ὀφρύς.

Greek Monolingual

κυανόφρυς, -υ (Α)
αυτός που έχει μαύρα φρύδια («ὦ κυάνοφρυ Νύμφα», Θεόκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύανος + ὀφρῦς (πρβλ. δάσοφρυς, λεύκοφρυς)].

Greek Monotonic

κυᾰνόφρυς: -υ, γεν. -υος, αυτός που έχει μαύρα φρύδια, σε Θεόκρ.

Russian (Dvoretsky)

κῠᾰνόφρυς: υ, gen. υος чернобровый Theocr.

Middle Liddell

κυᾰν-όφρυς, υ,
dark-browed, Theocr.