ληνιάτικο: Difference between revisions

From LSJ

τίς ἥδε κραυγὴ καὶ δόμων περίστασις; → what means this uproar and thronging about the house, what means the crowd standing round the house?

Source
(23)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
 
(One intermediate revision by the same user not shown)
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το<br />η [[αμοιβή]] σε [[λάδι]] που καταβάλλει ο [[ελαιοπαραγωγός]] [[αντί]] χρημάτων σε ελαιοτρίβη για την [[έκθλιψη]] τών ελιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικο</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λιβαδ</i>-<i>ιάτικα</i>, <i>μην</i>-<i>ιάτικο</i>)].
|mltxt=το<br />η [[αμοιβή]] σε [[λάδι]] που καταβάλλει ο [[ελαιοπαραγωγός]] [[αντί]] χρημάτων σε ελαιοτρίβη για την [[έκθλιψη]] τών ελιών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ληνός]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>ιάτικο</i> ([[πρβλ]]. [[λιβαδιάτικα]], [[μηνιάτικο]])].
}}
}}

Latest revision as of 18:58, 23 August 2021

Greek Monolingual

το
η αμοιβή σε λάδι που καταβάλλει ο ελαιοπαραγωγός αντί χρημάτων σε ελαιοτρίβη για την έκθλιψη τών ελιών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ληνός + κατάλ. -ιάτικο (πρβλ. λιβαδιάτικα, μηνιάτικο)].