μελοθεσία: Difference between revisions

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελοθεσία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η [[θέση]] τών μελών του ανθρώπου σε [[σχέση]] με τα ζώδια και τους αστέρες<br /><b>2.</b> (για την [[οικουμένη]]) η [[θέση]] τών [[μερών]] της στην [[αρχή]] τών πραγμάτων<br /><b>3.</b> η σωματική [[ανάπτυξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θεσία</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[θέτης]]), [[πρβλ]]. <i>αστρο</i>-<i>θεσία</i>, <i>χωρο</i>-<i>θεσία</i>].
|mltxt=[[μελοθεσία]], ἡ (Α)<br /><b>1.</b> η [[θέση]] τών μελών του ανθρώπου σε [[σχέση]] με τα ζώδια και τους αστέρες<br /><b>2.</b> (για την [[οικουμένη]]) η [[θέση]] τών [[μερών]] της στην [[αρχή]] τών πραγμάτων<br /><b>3.</b> η σωματική [[ανάπτυξη]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>θεσία</i> (<span style="color: red;"><</span> -[[θέτης]]), [[πρβλ]]. [[αστροθεσία]], [[χωροθεσία]]].
}}
}}

Revision as of 19:03, 23 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελοθεσία Medium diacritics: μελοθεσία Low diacritics: μελοθεσία Capitals: ΜΕΛΟΘΕΣΙΑ
Transliteration A: melothesía Transliteration B: melothesia Transliteration C: melothesia Beta Code: meloqesi/a

English (LSJ)

ἡ, (μέλος A) A assignment of parts of the body to the tutelage of signs or planets, Antioch.Astr. in Cat. Cod.Astr.8(3).106.4, Porph. in Ptol.201. 2 of the Universe, position of its parts at the beginning of things, Paul.Al.T.2. II = φυή, Sch.Opp.H.1.147,214.

German (Pape)

[Seite 127] ἡ, das Setzen, Componiren von Liederweisen, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μελοθεσία: ἡ, (μέλος Α) ἡ θέσις τῶν μελῶν τοῦ ἀνθρώπου ἐν σχέσει πρὸς τὰ ζῴδια καὶ τοὺς ἀστέρας, Πορφυρ. Εἰσαγ. εἰς Πτολ. σ. 201.

Greek Monolingual

μελοθεσία, ἡ (Α)
1. η θέση τών μελών του ανθρώπου σε σχέση με τα ζώδια και τους αστέρες
2. (για την οικουμένη) η θέση τών μερών της στην αρχή τών πραγμάτων
3. η σωματική ανάπτυξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλος + -θεσία (< -θέτης), πρβλ. αστροθεσία, χωροθεσία].