μονόχηλος: Difference between revisions
From LSJ
τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[μονόχηλος]], -ον δωρ. μονόχαλος)<br />(για ζώα) αυτός που έχει μία μόνο [[χηλή]] ή [[οπλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χηλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χηλή]] «[[οπλή]]»), [[πρβλ]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[μονόχηλος]], -ον δωρ. μονόχαλος)<br />(για ζώα) αυτός που έχει μία μόνο [[χηλή]] ή [[οπλή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μον</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>χηλος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[χηλή]] «[[οπλή]]»), [[πρβλ]]. [[μακρόχηλος]], [[πολύχηλος]]]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 19:04, 23 August 2021
English (LSJ)
Dor. μονό-χᾱλος, ον, A solid-hoofed, E.IA225 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 206] einklauig, mit ungespaltenen Hufen, μονόχαλα ὑπὸ σφυρά, Eur. l. A. 225.
Greek (Liddell-Scott)
μονόχηλος: Δωρ. -χᾱλος, ον, ὁ ἔχων τὴν χηλὴν μονοφυῆ, δηλ. ἄσχιστον, Ψευδο-Εὐρ. Ι. Α. 255.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α μονόχηλος, -ον δωρ. μονόχαλος)
(για ζώα) αυτός που έχει μία μόνο χηλή ή οπλή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)- + -χηλος (< χηλή «οπλή»), πρβλ. μακρόχηλος, πολύχηλος].
Greek Monotonic
μονόχηλος: (χηλή), Δωρ. -χαλος, -ον, αυτός που έχει μια μόνο χηλή, οπλή, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
μονόχηλος: дор. μονόχᾱλος 2 однокопытный: μονόχαλα σφυρά Eur. (конские) копыта.