θελξιμελής: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θελξιμελής]], -ές (Α)<br />αυτός που θέλγει με τη [[μουσική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θελξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θέλγω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]- «[[μελωδία]]»), [[πρβλ]]. <i>εμ</i>-[[μελής]], <i>παμ</i>-[[μελής]]].
|mltxt=[[θελξιμελής]], -ές (Α)<br />αυτός που θέλγει με τη [[μουσική]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θελξι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[θέλγω]]) <span style="color: red;">+</span> -[[μελής]] (<span style="color: red;"><</span> [[μέλος]]- «[[μελωδία]]»), [[πρβλ]]. [[εμμελής]], [[παμμελής]]].
}}
}}

Revision as of 07:29, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θελξῐμελής Medium diacritics: θελξιμελής Low diacritics: θελξιμελής Capitals: ΘΕΛΞΙΜΕΛΗΣ
Transliteration A: thelximelḗs Transliteration B: thelximelēs Transliteration C: thelksimelis Beta Code: qelcimelh/s

English (LSJ)

ές, A charming with music, (φόρμιγξ) IG3.400.

German (Pape)

[Seite 1193] ές, durch Gesang bezaubernd, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θελξιμελής: -ές, καταθέλγων διὰ τῆς μουσικῆς, Ἐπιγράμμ. Ἑλλην. 1053.

Greek Monolingual

θελξιμελής, -ές (Α)
αυτός που θέλγει με τη μουσική.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι- (< θέλγω) + -μελής (< μέλος- «μελωδία»), πρβλ. εμμελής, παμμελής].