ζωοπλάστης: Difference between revisions
From LSJ
ὅτι τίς ὁ ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν; (Ecclesiastes 2:12, LXX version) → for who is the man who, after following his own plan, will find wisdom (in) everything he has done?
Line 3: | Line 3: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ζωοπλάστης]], ό (Α)<br /><b>1.</b> [[δημιουργός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πλάθει εικόνες, παραστάσεις γλυπτές με ζώα, [[γλύπτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -[[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=[[ζωοπλάστης]], ό (Α)<br /><b>1.</b> [[δημιουργός]]<br /><b>2.</b> αυτός που πλάθει εικόνες, παραστάσεις γλυπτές με ζώα, [[γλύπτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ζω</i>(<i>ο</i>)- (ΙΙ) <span style="color: red;">+</span> -[[πλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> [[πλάσσω]]), [[πρβλ]]. [[αγγειοπλάστης]], [[χαλκοπλάστης]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:30, 24 August 2021
Greek (Liddell-Scott)
ζωοπλάστης: -ου, ὁ, ὁ δημιουργὸς, Φίλων 1. 184. ΙΙ. ὁ πλάττων εἰκόνας, γλύπτης, κτλ., αὐτόθι 2. 211.
Greek Monolingual
ζωοπλάστης, ό (Α)
1. δημιουργός
2. αυτός που πλάθει εικόνες, παραστάσεις γλυπτές με ζώα, γλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ζω(ο)- (ΙΙ) + -πλάστης (< πλάσσω), πρβλ. αγγειοπλάστης, χαλκοπλάστης.