κρεανόμος: Difference between revisions

From LSJ

Φίλον δι' ὀργὴν ἐν κακοῖσι μὴ προδῷς → Amicum ob iram deserere cave in malis → Verrate einen Freund nicht in der Not aus Zorn

Menander, Monostichoi, 529
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κρεανόμος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διανέμει το [[κρέας]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που κατακρεουργεί, που κατασπαράσσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]]), [[πρβλ]]. <i>αγορα</i>-[[νόμος]], <i>παιδο</i>-[[νόμος]].
|mltxt=[[κρεανόμος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που διανέμει το [[κρέας]]<br /><b>2.</b> <b>ως επίθ.</b> αυτός που κατακρεουργεί, που κατασπαράσσει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κρε</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[νόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[νέμω]]), [[πρβλ]]. [[αγορανόμος]], [[παιδονόμος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:45, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κρεᾱνόμος Medium diacritics: κρεανόμος Low diacritics: κρεανόμος Capitals: ΚΡΕΑΝΟΜΟΣ
Transliteration A: kreanómos Transliteration B: kreanomos Transliteration C: kreanomos Beta Code: kreano/mos

English (LSJ)

ὁ, (νέμω) A one who distributes the flesh of victims, E.Cyc.245: as Adj., mangling, τέκνων Lyc.203, cf. 762.

Greek (Liddell-Scott)

κρεᾱνόμος: ὁ, (νέμω) ὁ διανέμων τὸ κρέας τῶν θυμάτων, Εὐρ. Κύκλ. 245· ― ὡς ἐπίθ., ὁ σπαράττων, τέκνων Λυκόφρ. 203, πρβλ. 762.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
1 qui distribue les chairs d’une victime;
2 qui coupe de la chair en morceaux.
Étymologie: κρέας, νέμω.

Greek Monolingual

κρεανόμος, ὁ (Α)
1. αυτός που διανέμει το κρέας
2. ως επίθ. αυτός που κατακρεουργεί, που κατασπαράσσει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρε(ο)- + -νόμος (< νέμω), πρβλ. αγορανόμος, παιδονόμος.

Greek Monotonic

κρεᾱνόμος: ὁ (νέμω), αυτός που διαμοιράζει τη σάρκα των θυσιών, κόφτης κρέατος, σε Ευρ.

Russian (Dvoretsky)

κρεᾱνόμος: ὁ разделяющий жертвенное мясо Eur.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κρεανόμος -ον [κρέας, νέμω] vlees snijdend; subst. ὁ κρεανόμος voorsnijder.

Middle Liddell

κρεᾱ-νόμος, ὁ, νέμω
one who distributes the flesh of victims, a carver, Eur.