λαοτέκτων: Difference between revisions
From LSJ
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαοτέκτων]], -ονος, ὁ (Α)<br />[[κτίστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τέκτων]] «[[κατασκευαστής]]» ([[πρβλ]]. | |mltxt=[[λαοτέκτων]], -ονος, ὁ (Α)<br />[[κτίστης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λαο</i>- <span style="color: red;">+</span> [[τέκτων]] «[[κατασκευαστής]]» ([[πρβλ]]. [[δομοτέκτων]], [[χρυσοτέκτων]])]. | ||
}} | }} | ||
{{lsm | {{lsm |
Revision as of 07:50, 24 August 2021
English (LSJ)
ονος, ὁ,
A stoneworker, AP7.380 (Crin.).
Greek (Liddell-Scott)
λᾱοτέκτων: -ονος, ὁ, ἐργάτης λίθων, Ἀνθ. Π. 7. 380.
French (Bailly abrégé)
ονος (ὁ) :
tailleur de pierres.
Étymologie: λᾶας, τέκτων.
Greek Monolingual
λαοτέκτων, -ονος, ὁ (Α)
κτίστης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαο- + τέκτων «κατασκευαστής» (πρβλ. δομοτέκτων, χρυσοτέκτων)].
Greek Monotonic
λᾱοτέκτων: -ονος, ὁ, κτίστης, οικοδόμος, λιθοξόος, σε Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
λᾱοτέκτων: ονος ὁ каменотес Anth.