κοιλιοδαίμων: Difference between revisions

From LSJ

Μεταλαμβάνει ὁ δοῦλος τοῦ Θεοῦ (Ὄνομα) Σῶμα καὶ Αἷμα Χριστοῦ, εἰς ἄφεσιν ἁμαρτιῶν καὶ ζωὴν αἰώνιον. Ἀμήν. → The servant of God (Name) partakes of the Body and Blood of Christ for the remission of sins and life eternal.

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κοιλιοδαίμων]], -ονος, ὁ, ή, κοιλιόδαιμον, τὸ (Α)<br />(ως επίθ. παρασιτικού ανθρώπου) αυτός που έχει ως θεό την [[κοιλιά]], [[κοιλιόδουλος]] («[[γάστρων]] και κοιλιόδαιμον ἄνθρωπε», Εύπολ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]] ([[πρβλ]]. <i>βροτο</i>-[[δαίμων]], <i>νεκυ</i>-[[δαίμων]])].
|mltxt=[[κοιλιοδαίμων]], -ονος, ὁ, ή, κοιλιόδαιμον, τὸ (Α)<br />(ως επίθ. παρασιτικού ανθρώπου) αυτός που έχει ως θεό την [[κοιλιά]], [[κοιλιόδουλος]] («[[γάστρων]] και κοιλιόδαιμον ἄνθρωπε», Εύπολ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κοιλία]] <span style="color: red;">+</span> [[δαίμων]] ([[πρβλ]]. [[βροτοδαίμων]], [[νεκυδαίμων]])].
}}
}}

Revision as of 07:50, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοιλιοδαίμων Medium diacritics: κοιλιοδαίμων Low diacritics: κοιλιοδαίμων Capitals: ΚΟΙΛΙΟΔΑΙΜΩΝ
Transliteration A: koiliodaímōn Transliteration B: koiliodaimōn Transliteration C: koiliodaimon Beta Code: koiliodai/mwn

English (LSJ)

ονος, ὁ and ἡ, A one who makes a god of his belly, of a parasite, Eup.172, cf. Ael.Fr.109, Ath.3.97c.

German (Pape)

[Seite 1466] ονος, ὁ, der seinen Bauch zu seinem Gotte macht, der Schlemmer; καὶ γάστρων Ath. III, 97 c, vgl. 100 b; Clem. Al.

Greek (Liddell-Scott)

κοιλιοδαίμων: -ονος, ὁ καὶ ἡ, ὁ θεοποιῶν τὴν ἑαυτοῦ κοιλίαν, ἐπίθ. παρασίτου, Εὔπολ. ἐν «Κόλαξι» 4, πρβλ. Αἰλ (;) παρὰ Σουΐδ. ἐν λ. Ἰούνιος, Ἀθήν. 97C, Εὐστ. Πονημ. 209. 41· πρβλ. σοροδαίμων.

Greek Monolingual

κοιλιοδαίμων, -ονος, ὁ, ή, κοιλιόδαιμον, τὸ (Α)
(ως επίθ. παρασιτικού ανθρώπου) αυτός που έχει ως θεό την κοιλιά, κοιλιόδουλοςγάστρων και κοιλιόδαιμον ἄνθρωπε», Εύπολ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοιλία + δαίμων (πρβλ. βροτοδαίμων, νεκυδαίμων)].