ἰουλοφόρος: Difference between revisions
From LSJ
πολλὰ δ' ἄναντα κάταντα πάραντά τε δόχμιά τ' ἦλθον → and ever upward, downward, sideward, and aslant they went
Line 14: | Line 14: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο (Α [[ἰουλοφόρος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[χνούδι]], [[χνουδωτός]], [[τριχωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιουλοφόρα</i><br />φυτά τών οποίων οι ταξιανθίες μοιάζουν με ιούλους, δηλ. [[είναι]] βοτρυώδεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴουλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. | |mltxt=ο (Α [[ἰουλοφόρος]], -ον)<br />αυτός που έχει [[χνούδι]], [[χνουδωτός]], [[τριχωτός]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>βοτ.</b> (<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ιουλοφόρα</i><br />φυτά τών οποίων οι ταξιανθίες μοιάζουν με ιούλους, δηλ. [[είναι]] βοτρυώδεις.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ἴουλος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόρος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φέρω]]), [[πρβλ]]. [[τροπαιοφόρος]], [[τροχοφόρος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:55, 24 August 2021
English (LSJ)
[ῐ], ον, A downy, γένυς Demitsas Μακεδ.No.410 (Thessalonica, ii A.D.).
Greek (Liddell-Scott)
ἰουλοφόρος: -ον, φέρων ἰούλους, ἀμφὶ γένυν χνοάων πρῶτον ἰουλοφόρον Ἐπιγρ. Θεσσαλ. ἔμμετρος, Mém. sur une mis. au mont Athos σ. 22.
Greek Monolingual
ο (Α ἰουλοφόρος, -ον)
αυτός που έχει χνούδι, χνουδωτός, τριχωτός
νεοελλ.
βοτ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ιουλοφόρα
φυτά τών οποίων οι ταξιανθίες μοιάζουν με ιούλους, δηλ. είναι βοτρυώδεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἴουλος + -φόρος (< φέρω), πρβλ. τροπαιοφόρος, τροχοφόρος.