καπροφόνος: Difference between revisions

From LSJ

Καλὸν δὲ καὶ γέροντι μανθάνειν σοφά → Addiscere aliquid digna res etiam seni → Auch einem Greis ist etwas Weises lernen Zier

Menander, Monostichoi, 297
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $3$5, $8$10")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καπροφόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάπρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]]), [[πρβλ]]. <i>ανδρο</i>-[[φόνος]], <i>δολο</i>-[[φόνος]].
|mltxt=[[καπροφόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κάπρος]] <span style="color: red;">+</span> -[[φόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[φόνος]]), [[πρβλ]]. [[ανδροφόνος]], [[δολοφόνος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 07:55, 24 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καπροφόνος Medium diacritics: καπροφόνος Low diacritics: καπροφόνος Capitals: ΚΑΠΡΟΦΟΝΟΣ
Transliteration A: kaprophónos Transliteration B: kaprophonos Transliteration C: kaprofonos Beta Code: kaprofo/nos

English (LSJ)

ον, A killing wild boars, κύων AP9.83 (Phil.).

German (Pape)

[Seite 1324] Eber tödtend, κύων, Philp. 72 (IX, 83).

Greek (Liddell-Scott)

καπροφόνος: -ον, ὁ φονεύων κάπρους, καπροφόνος κύων Ἀνθ. Π. 9. 83.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui tue des sangliers.
Étymologie: κάπρος, πεφνεῖν.

Greek Monolingual

καπροφόνος, -ον (Α)
αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάπρος + -φόνος (< φόνος), πρβλ. ανδροφόνος, δολοφόνος.

Greek Monotonic

καπροφόνος: -ον (*φένω), αυτός που σκοτώνει αγριόχοιρους, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

καπροφόνος: убивающий кабанов (κύων Anth.).

Middle Liddell

καπρο-φόνος, ον [*φένω
killing wild boars, Anth.