μικροκέφαλος: Difference between revisions
From LSJ
Τερπνὸν κακὸν πέφυκεν ἀνθρώποις γυνή → Malum viris est mulier, at dulce est malum → Ein angenehmes Übel ist dem Mann die Frau
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.") |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μικροκέφαλος]], -ον)<br />αυτός που έχει υπερβολικά μικρό [[κεφάλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μικροκέφαλος]]<br />α) <b>ανθρωπολ.</b> [[άτομο]] που παρουσιάζει [[μικροκεφαλία]]<br />β) <b>ζωολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] διαφόρων ζώων, [[ιδίως]] εντόμων, με πολύ μικρό [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[ισοκέφαλος]]. | |mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[μικροκέφαλος]], -ον)<br />αυτός που έχει υπερβολικά μικρό [[κεφάλι]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το αρσ. ως ουσ.</b> ο [[μικροκέφαλος]]<br />α) <b>ανθρωπολ.</b> [[άτομο]] που παρουσιάζει [[μικροκεφαλία]]<br />β) <b>ζωολ.</b> [[χαρακτηρισμός]] διαφόρων ζώων, [[ιδίως]] εντόμων, με πολύ μικρό [[κεφάλι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>μικρ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[κέφαλος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κεφαλή]]), [[πρβλ]]. [[ισοκέφαλος]]. | ||
}} | }} | ||
{{elru | {{elru | ||
|elrutext='''μῑκροκέφᾰλος:''' обладающий маленькой головой, малоголовый Arst. | |elrutext='''μῑκροκέφᾰλος:''' обладающий маленькой головой, малоголовый Arst. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:08, 25 August 2021
English (LSJ)
ον, A small-headed, Arist.Pr.955b6: Comp., Id.Phgn.809b5: Sup., Id.Pr.955b5.
German (Pape)
[Seite 184] kleinköpfig, im comparat., Arist. physiogn. 5(809, b. 5).
Greek (Liddell-Scott)
μῑκροκέφᾰλος: -ον, ὁ μικρὰν ἔχων κεφαλήν, Ἀριστ. Προβλ. 30. 3.
Greek Monolingual
-η, -ο (ΑΜ μικροκέφαλος, -ον)
αυτός που έχει υπερβολικά μικρό κεφάλι
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο μικροκέφαλος
α) ανθρωπολ. άτομο που παρουσιάζει μικροκεφαλία
β) ζωολ. χαρακτηρισμός διαφόρων ζώων, ιδίως εντόμων, με πολύ μικρό κεφάλι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μικρ(ο)- + -κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ισοκέφαλος.
Russian (Dvoretsky)
μῑκροκέφᾰλος: обладающий маленькой головой, малоголовый Arst.