μνηστηροκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
ἧς ἂν ἐπ' ἐλάχιστον ἀρετῆς πέρι ἢ ψόγου ἐν τοῖς ἄρσεσι κλέος ᾖ → of whom there is least talk either for praise or blame, of whom there is least notoriety among the men either for praise or blame
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(\[\[πρβλ\]\]\. )(<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "$3$5.") |
mNo edit summary |
||
Line 17: | Line 17: | ||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μνηστηροκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύει τους μνηστήρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μνηστήρ]], -<i>ῆρος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), [[μητροκτόνος]]. | |mltxt=[[μνηστηροκτόνος]], -ον (Α)<br />αυτός που φονεύει τους μνηστήρες.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μνηστήρ]], -<i>ῆρος</i> <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτόνος]] <span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]]), [[πρβλ]]. [[μητροκτόνος]]. | ||
}} | }} |
Revision as of 10:18, 25 August 2021
English (LSJ)
ον, A suitor-slaying, πατὴρ Οἰνόμαος Sch.Il.1.38.
German (Pape)
[Seite 196] die Freier tödtend, Schol. Il. 1, 38 u. Lycophr. 156.
Greek (Liddell-Scott)
μνηστηροκτόνος: -ον, ὁ τοὺς μνηστῆρας φονεύων, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Α. 38.
Greek Monolingual
μνηστηροκτόνος, -ον (Α)
αυτός που φονεύει τους μνηστήρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μνηστήρ, -ῆρος + -κτόνος (< κτόνος < κτείνω), πρβλ. μητροκτόνος.