σαρκοθλάστης: Difference between revisions
From LSJ
Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.
(36) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, Ν<br />χειρουργικό [[εργαλείο]], όμοιο με [[λαβίδα]], το οποίο χρησιμοποιείται για την [[θλάση]] μαλακών μορίων που πρόκειται να αποκοπούν, αλλ. [[σαρκοτρίπτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρκα]] <span style="color: red;">+</span> -[[θλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θλῶ</i> «[[σπάω]]»), | |mltxt=ο, Ν<br />χειρουργικό [[εργαλείο]], όμοιο με [[λαβίδα]], το οποίο χρησιμοποιείται για την [[θλάση]] μαλακών μορίων που πρόκειται να αποκοπούν, αλλ. [[σαρκοτρίπτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[σάρκα]] <span style="color: red;">+</span> -[[θλάστης]] (<span style="color: red;"><</span> <i>θλῶ</i> «[[σπάω]]»), [[πρβλ]]. [[οστεοθλάστης]]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:20, 25 August 2021
Greek Monolingual
ο, Ν
χειρουργικό εργαλείο, όμοιο με λαβίδα, το οποίο χρησιμοποιείται για την θλάση μαλακών μορίων που πρόκειται να αποκοπούν, αλλ. σαρκοτρίπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σάρκα + -θλάστης (< θλῶ «σπάω»), πρβλ. οστεοθλάστης.