ταινιοκτόνος: Difference between revisions
From LSJ
(40) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-α, -ο, θηλ. και [[ταινιοκτόνος]], Ν<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ταινιοκτόνα</i><br /><b>(φαρμ.)</b> ανθελμινθικά φάρμακα ικανά να προκαλέσουν την [[αποβολή]] και, στις περισσότερες περιπτώσεις, τον θάνατο τών ταινιών που προσβάλλουν το πεπτικό [[σύστημα]] του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταινία]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[φονεύω]]»), | |mltxt=-α, -ο, θηλ. και [[ταινιοκτόνος]], Ν<br />(<b>το ουδ. πληθ. ως ουσ.</b>) <i>τα ταινιοκτόνα</i><br /><b>(φαρμ.)</b> ανθελμινθικά φάρμακα ικανά να προκαλέσουν την [[αποβολή]] και, στις περισσότερες περιπτώσεις, τον θάνατο τών ταινιών που προσβάλλουν το πεπτικό [[σύστημα]] του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ταινία]] <span style="color: red;">+</span> -[[κτόνος]] (<span style="color: red;"><</span> [[κτείνω]] «[[φονεύω]]»), [[πρβλ]]. [[εντομοκτόνος]]. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον θ. Αφεντούλη]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 13:20, 25 August 2021
Greek Monolingual
-α, -ο, θηλ. και ταινιοκτόνος, Ν
(το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ταινιοκτόνα
(φαρμ.) ανθελμινθικά φάρμακα ικανά να προκαλέσουν την αποβολή και, στις περισσότερες περιπτώσεις, τον θάνατο τών ταινιών που προσβάλλουν το πεπτικό σύστημα του ανθρώπου και άλλων θηλαστικών.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταινία + -κτόνος (< κτείνω «φονεύω»), πρβλ. εντομοκτόνος. Η λ. μαρτυρείται από το 1887 στον θ. Αφεντούλη].