πολυπότης: Difference between revisions

From LSJ

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188
m (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])\." to "πρβλ. $2$4.")
Line 20: Line 20:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=και επικ. τ. [[πουλυπότης]], ο, θηλ. [[πολυπότις]], -ιδος, Α<br />αυτός που πίνει πολύ [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. ποτού [[πίνω]], <b>πρβλ.</b> [[πόσις]], [[πόμα]]), <b>πρβλ.</b> <i>οινο</i>-[[πότης]].
|mltxt=και επικ. τ. [[πουλυπότης]], ο, θηλ. [[πολυπότις]], -ιδος, Α<br />αυτός που πίνει πολύ [[κρασί]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>πολυ</i>- <span style="color: red;">+</span> [[πότης]] (<span style="color: red;"><</span> θ. ποτού [[πίνω]], <b>πρβλ.</b> [[πόσις]], [[πόμα]]), [[πρβλ]]. [[οινοπότης]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm

Revision as of 13:25, 25 August 2021

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πολῠπότης Medium diacritics: πολυπότης Low diacritics: πολυπότης Capitals: ΠΟΛΥΠΟΤΗΣ
Transliteration A: polypótēs Transliteration B: polypotēs Transliteration C: polypotis Beta Code: polupo/ths

English (LSJ)

ου, ὁ, (πίνω) A hard drinker, Hp.Aër.4, Ath.10.442f, Cass.Pr.48; poet. πουλ- AP9.524.17:—fem. πολῠ-πότῐς, ῐδος, Ael.VH2.41.

German (Pape)

[Seite 669] ὁ, der Vieltrinker; Pol. 33, 14, 1; Plut. Cim. 4; in poet. Form πουλυπότης, Hymn. in Bacch. (IX, 524, 17).

Greek (Liddell-Scott)

πολῠπότης: -ου, ὁ, (πίνω) ὁ πίνων πολὺν οἶνον, Θεοπόμπ. Ἱστ. 149· ποιητ. πουλ-, Ἀνθ. Π. 9. 524, 17· ― θηλ. πολῠπότῐς, ῐδος, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 2. 41.

French (Bailly abrégé)

ου;
adj. m.
grand buveur.
Étymologie: πολύς, πίνω.

Greek Monolingual

και επικ. τ. πουλυπότης, ο, θηλ. πολυπότις, -ιδος, Α
αυτός που πίνει πολύ κρασί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πολυ- + πότης (< θ. ποτού πίνω, πρβλ. πόσις, πόμα), πρβλ. οινοπότης.

Greek Monotonic

πολῠπότης: Επικ. πουλυ-, -ου, ὁ, σκληρός πότης, δεινός στην οινοποσία, σε Ανθ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πολυπότης -ου, ὁ [πολύς, πίνω] overmatig drinker.

Russian (Dvoretsky)

πολυπότης: ион. πουλυπότης 2 много пьющий Plut., Anth.

Middle Liddell

a hard drinker, Anth.