νωτοφόρος: Difference between revisions
m (LSJ2 replacement) |
m (Text replacement - "as Subst." to "as substantive") |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=νωτο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />[[carrying]] on the [[back]]: as | |mdlsjtxt=νωτο-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br />[[carrying]] on the [[back]]: as [[substantive]] a [[beast]] of burthen, Xen. | ||
}} | }} |
Revision as of 07:25, 29 August 2021
English (LSJ)
ον, carrying on the back, ὄνοι PCair. Zen. 215.6 (iii BC); ὑποζύγια ib. 292.283 (iii BC); ἄνδρες LXX 2 Ch. 2.18 (17); κτήνη ν. beasts of burden, OGI 200.14 (Axum, iv AD).
Subst. νωτοφόρος, ὁ, carrier, porter, PPetr. 3 p. 139 (iii BC), LXX 2 Ch. 34.13, PTeb. 115.7 (ii BC).
neut. νωτοφόρον, τό, beast of burden, X. Cyr. 6.2.34 (but ν. ἡμίονος as cited by Poll. 2.180, cf. PCair. Zen. 8.13 (iii BC)), DC. 56.20.
German (Pape)
[Seite 274] auf dem Rücken tragend, Xen. Cyr. 6, 2, 34 u. Sp., wie D. C. 56, 20.
Greek (Liddell-Scott)
νωτοφόρος: ἴδε νωτοφορέω.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui porte sur son dos ; τὸ νωτοφόρον XÉN bête de somme.
Étymologie: νῶτος, φέρω.
Greek Monolingual
νωτοφόρος, -ον (ΑΜ)
αυτός που σηκώνει βάρος στη ράχη του («νωτοφόρος ημίονος», Δίων Κάσσ.)
αρχ.
1. το αρσ. ως ουσ. ὁ νωτοφόρος
ο αχθοφόρος
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ νωτοφόρον
ζώο που χρησιμεύει για μεταφορά φορτίου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νῶτον + -φόρος].
Greek Monotonic
νωτοφόρος: -ον (φέρω), αυτός που μεταφέρει στην πλάτη του, αχθοφόρος, ως ουσ., φορτηγό, αχθοφόρο ζώο, σε Ξεν.
Russian (Dvoretsky)
νωτοφόρος: несущий на спине, вьючный Xen.
Middle Liddell
νωτο-φόρος, ον, φέρω
carrying on the back: as substantive a beast of burthen, Xen.