θύωμα: Difference between revisions
Ἐν γὰρ γυναιξὶ πίστιν οὐκ ἔξεστ' ἰδεῖν → Vix feminarum in genere reperies fidem → Bei Frauen lässt sich Treue nämlich nicht erspäh'n
m (Text replacement - " <span class="bld">" to "<span class="bld">") |
m (Text replacement - " in pl." to " in plural") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 29: | Line 29: | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[θύωμα]], ατος, τό, [[θυόω]]<br />that [[which]] is [[burnt]] as [[incense]]; in | |mdlsjtxt=[[θύωμα]], ατος, τό, [[θυόω]]<br />that [[which]] is [[burnt]] as [[incense]]; in plural spices, Hdt. | ||
}} | }} |
Revision as of 13:05, 14 September 2021
English (LSJ)
ατος, τό, A that which is burnt as incense: pl., spices, Heraclit.67, Semon.16, Hdt.2.40,86, Luc.Syr.D.20.
German (Pape)
[Seite 1229] τό, Räucherwerk, Specerei, Her. 2, 40. 86. 3, 113, im plur.; Luc. de dea Syr. 20. 46.
Greek (Liddell-Scott)
θύωμα: τό, (θυόω) τὸ καιόμενον ὡς θυμίαμα· ἐν τῷ πληθ., ἀρώματα, Σιμωνίδ. Ἰαμβογρ. 14, Ἡρόδ. 2. 40, 86.
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
parfum, aromate.
Étymologie: θυόω.
Greek Monolingual
θύωμα, τὸ (Α) [θυώ (I)]
1. αυτό που καίγεται ως θυμίαμα, άρωμα
2. στον πληθ. τὰ θυώματα
αρώματα.
Greek Monotonic
θύωμα: -ατος, τό (θυόω), αυτό το οποίο καίγεται σαν θυμίαμα· στον πληθ., μπαχαρικά, σε Ηρόδ.
Russian (Dvoretsky)
θύωμα: ατος τό благовоние, ароматическое вещество Her., Luc.
Middle Liddell
θύωμα, ατος, τό, θυόω
that which is burnt as incense; in plural spices, Hdt.