εὐρυκόωσα: Difference between revisions
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
m (Text replacement - "epith." to "epithet") |
m (Text replacement - "perh." to "perhaps") |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=evrykoosa | |Transliteration C=evrykoosa | ||
|Beta Code=eu)ruko/wsa | |Beta Code=eu)ruko/wsa | ||
|Definition=([[κοάω]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κοέω]]) [[epithet]] of night, variously expld. by Hsch. (-[[κόωσα]] | |Definition=([[κοάω]], <span class="sense"><span class="bld">A</span> = [[κοέω]]) [[epithet]] of night, variously expld. by Hsch. (-[[κόωσα]] perhaps = -[[μέδουσα]]). </span><span class="sense"><span class="bld">2</span> of the sea-god dess Ceto, <span class="bibl">Euph.112</span>.</span> | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Revision as of 13:40, 14 September 2021
English (LSJ)
(κοάω, A = κοέω) epithet of night, variously expld. by Hsch. (-κόωσα perhaps = -μέδουσα). 2 of the sea-god dess Ceto, Euph.112.
German (Pape)
[Seite 1095] ἡ, Beiwort der Nacht, VLL., verschieden erkl., πολλὰ κοιλώματα ἔχουσα od. μεγάλη, vielleicht = wo man jeden Laut weit hören kann, κοέω = ἀκούω. Auch Keto heißt so, die weitrauschende Meergöttinn, Euphor. frg. 85.
Greek (Liddell-Scott)
εὐρυκόωσα: (κοάω = κοέω) ἐπίθετον τῆς νυκτός, καθ’ ἣν ἀκούει τις εἰς μακρὰν ἀπόστασιν ἕνεκα τῆς ἠρεμίας. - Καθ’ Ἡσύχ.: «εὐρυκόωσα· εὐρυνόμος. ἢ πολυάστερος νύξ. ἢ μεγάλη. ἢ πολλὰ κοιλώματα ἔχουσα· κόους γὰρ οἱ ἀρχαῖοι τὰ κοιλώματα ἔλεγον». 2)ἐπὶ τῆς θεᾶς Κητοῦς μακρόθεν ἀκουστῆς, «εὐρυκόωσα· ἡ μέγα χάσμα ἔχουσα... ἡ μεγάλη καὶ πλατεῖα· κόον γὰρ λέγουσι τὸ μέγα οἱ Λάκωνες. Εὐφορίων «ὅσους εὐρυκόωσα Τυφάονι κύσσατο Κητὼ» Ἐτυμ. Μ. 396. 28.
French (Bailly abrégé)
[ῠ] ης (ἡ),
qu’on entend au loin, sonore, retentissant, ép. de Kêto, déesse de la mer, EUPH. fr. 87.
Greek Monolingual
εὐρυκόωσα, ἡ (Α)
1. επίθ. της νύκτας κατά την οποία μπορεί κάποιος να ακούει σε μακρινή απόσταση λόγω της ηρεμίας
2. επίθ. της θαλάσσιας θεάς Κητούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευρυ- + κοώ «ακούω, αντιλαμβάνομαι»].